Συνεντεύξεις

Παναγιώτης Βλάχος: «Το πρόβλημά μας δεν είναι αν μοιραστήκαμε ή όχι τα όνειρά μας, μάλλον είναι πως δεν ονειρευτήκαμε καν»

Παναγιώτης Βλάχος: «Το πρόβλημά μας δεν είναι αν μοιραστήκαμε ή όχι τα όνειρά μας, μάλλον είναι πως δεν ονειρευτήκαμε καν»

Το νέο βιβλίο «Το blues της ανεργίας» του Παναγιώτη Βλάχου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος έχει ήδη κατακτήσει το αναγνωστικό κοινό και δώσει το στίγμα του.

Πρόκειται για ένα  μυθιστόρημα, σε αφηγητικό ύφος, που αναφέρεται στη σύγχρονη εποχή της Ελλάδας, από το 2010 και έπειτα. Βαθιά στοχαστικό, μα και νοσταλγικό, καταφέρνει να μαγνητίσει τον αναγνώστη, ο οποίος έχει βιώσει πρόσφατα όσα περιγράφονται και έχει νιώσει ακριβώς τα ίδια συναισθήματα: βλέπει αποτυπωμένη στο χαρτί μια καθημερινότητα και ένα παρελθόν όπως τα έχει ζήσει, νιώθει ακριβώς αυτά που νιώθουν οι ήρωες και έχει ακριβώς τις ίδιες αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια.

Ανεργία, αγάπη, έρωτες, φιλίες, κρίση κοινωνική και οικονομική, όλα αυτά συνοδευόμενα με μία εξαίρετη μουσική υπόκρουση, αφού στο βιβλίο αναφέρονται δεκάδες υπέροχα τραγούδια, αποδεικνύοντας ότι ο Παναγιώτης Βλάχος είναι γνώστης, αλλά και λάτρης της καλής μουσικής.

Κύριε Βλάχο, ποια ήταν η αφορμή να γράψετε το «blues της ανεργίας» και πόσο χρόνο διήρκεσε η συγγραφή του;

Δεν υπήρχε κάτι συγκεκριμένο. Σε ένα πρώτο επίπεδο η αφορμή φαίνεται να είναι η σφοδρότητα της νέας πραγματικότητας όπως την καταλαβαίνουμε και την ζούμε τα τελευταία χρόνια. Με ό,τι αυτή συνεπάγεται. Για τους ανθρώπους, τους θεσμούς, για τον τρόπο που ο καθένας πλέον από εμάς κατανοεί τον εαυτό του και την θέση του σε αυτή την χώρα και γενικότερα σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία. Προς το χειρότερο βέβαια. Ωστόσο προϋπήρχαν αφορμές. Γιατί υπήρχαν αιτίες. Υπήρχε κρίση πριν την κρίση. Και όχι μόνο στην Ελλάδα, παντού. Γιατί δηλαδή δεν αποτελούσε κρίση αν δισεκατομμύρια άνθρωποι στον πλανήτη δεν είχαν πρόσβαση στην πιο στοιχειώδη υγεία ή στο νερό; Ή αν κάθε χρόνο η λίστα του Forbes μάς έδειχνε να ανοίγει διαρκώς η ψαλίδα πλούσιων και φτωχών; Και όχι μόνο αυτά. Ο τρόπος και οι διαδικασίες που οι άνθρωποι διαχειρίστηκαν και διαχειρίζονται τον πλανήτη και τις ψυχές τους κατέληξε να είναι καταστροφικός. Ας μην έχουμε κοντή μνήμη. Η Ελλάδα από την άλλη, κάποιες φορές μας έδειχνε την ιδιαιτερότητά της. Για πολλούς λόγους. Με ένα κράτος καθόλου ανταποδοτικό προς τους πολίτες του και με πολίτες που άλλοτε έβλεπαν το κράτος σαν μια μεγάλη αγελάδα που θα άρμεγαν και άλλοτε πράγματι δικαίως διαμαρτύρονταν. Δεν ήταν βέβαια όλοι έτσι και δεν θα είναι όλοι έτσι. Μην αθωώνουμε ωστόσο συνολικά το λαό. Όλα αυτά αποτελούσαν τις αφορμές για να γραφτεί το βιβλίο. Σχετικά με τον χρόνο συγγραφής του, κράτησε περίπου τέσσερα χρόνια. Με κάποια διαστήματα χωρίς να ασχολούμαι καθόλου. Αυτό δεν σήμαινε πως δεν με απασχολούσε. Το αντίθετο, θα έλεγα. Χρειαζόταν όμως κάποιος χρόνος απόστασης.

Πώς προέκυψε ο τίτλος;

Από μία φράση του βασικού αφηγητή. Επειδή επίσης μου αρέσουν τα blues. Να τα ακούω, να τα παίζω στην κιθάρα. Επειδή επίσης η ποίηση, η στιχουργική στα blues είναι ιδιαίτερη. Περισσότερο ανθρωποκεντρική. Περισσότερο μοναχική. Αν προσέξετε πάλι, στο βιβλίο, ο κάθε ήρωας πέραν των άλλων είναι και το τραγούδι του.

Στο βιβλίο αναφέρετε το έτος 2010 ως «έτος μηδέν». Σήμερα, το 2017, σε ποιο έτος βρισκόμαστε;

Το «έτος μηδέν» στο βιβλίο δεν ορίζει μια νέα αρχή στην κλίμακα του κοινού μας χρόνου. Ορίζει, αν θέλετε, μια νέα αφετηρία στον ψυχικό χρόνο της βασικής ηρωίδας. Αποτελεί για εκείνην ένα σημείο μηδέν. Ως μία δυνατότητα για να επαναπροσδιορίσει το προσωπικό της, ιδιαίτερο νόημα στη ζωή. Είτε να επανέλθει με κάτι καινούργιο, διαφορετικό, είτε να αφεθεί στη μελαγχολία ενός νοήματος που της διαφεύγει πια. Που έχει ξεφτίσει. Η έκπτωση στην ανεργία φυσικά και δημιουργεί στην βασική ηρωίδα όλα αυτά τα δυσεπίλυτα προβλήματα που ως γνωστόν δημιουργεί η ανεργία, αλλά ταυτόχρονα αν θέλετε έχει ακόμα μια ιδιαίτερη ιδιότητα: Η ανεργία είναι ένα τραύμα. Ένα ιδιαίτερο συμβάν. Λειτουργεί όπως ακριβώς μια απώλεια, ή κάτι άλλο, κάτι το ανοίκειο. Τρομάζει, σε αφήνει μετέωρο. Είναι μια στιγμή ασυνέχειας. Αυτήν τη στιγμή θα αποκαλούσα εγώ «έτος μηδέν» ή «σημείο μηδέν». Είναι το σημείο θα σας έλεγα όπου γίνεται η ρωγμή σε βεβαιότητες. Και όχι μόνο στις συμβατικά κοινωνικά καθορισμένες αλλά ακόμη και στις πιο μύχιες. Ωστόσο αποτελεί ταυτόχρονα και ένα όχημα για να σε κάνει να σκεφτείς διαφορετικά. Ίσως και το πιο σημαντικό. Πως ανεξάρτητα από τα δεινά που επιφέρει η ανεργία, πως ανεξάρτητα από τις προσπάθειες που απαιτείται να γίνουν σε συλλογικό και προσωπικό επίπεδο για να βγει ο κάθε ένας από εμάς και η κοινωνία συνολικά από τον φαύλο κύκλο της ανεργίας, χρειάζεται πιστεύω κάποια στιγμή ο καθένας από εμάς να το αποδεχτεί: δεν είμαστε μόνο η εργασία μας. Είμαστε πολύ περισσότερα πράγματα. Δεδομένου λοιπόν πως στο βιβλίο πολλοί από τους ήρωες ανασκευάζουν αρκετά πράγματα, ακόμα πιθανόν και αξιακά συστήματα, ο χρόνος γίνεται υποκειμενικός. Το 2017 έχει την αρίθμηση του υποκειμενικού χρόνου του καθενός.

Προτιμάτε στη ζωή σας «την άγνοια από την ημιμάθεια»;

Σε γενικές γραμμές προτιμώ τη γνώση. Ακόμα και όταν αυτή η αναζήτηση εμφανίζεται και με ψυχαναγκαστικό τρόπο. Ακόμα και με μονομέρειες. Και η γνώση πάλι δεν έχει βεβαιότητες. Δεν υπάρχουν εγγυητές της γνώσης. Συνεπώς αναγνωρίζω την σχετικότητά της. Καθώς κατανοώ επίσης και κάποιες από τις βεβαιότητες μέσα στο πλαίσιο που αυτή αναπτύχθηκε. Προτιμώ επίσης την άγνοια από την ημιμάθεια. Άγνοια βέβαια όχι με την έννοια που της αποδίδουν οι φιλόσοφοι, ως μίας από τις καταστάσεις της ηθικής συνείδησης: «Δεν θέλω να ξέρω τίποτα», αλλά πως σε κάποια στιγμή υπήρξε κάτι που δεν γνωρίζω, ως κάτι πέραν των ενδιαφερόντων μου. Στο βιβλίο ωστόσο η συγκεκριμένη φράση, «προτιμώ την άγνοια από την ημιμάθεια», προέρχεται από έναν νεοφιλελεύθερο οικονομολόγο, εραστή και εκφραστή των πολύπλοκων μαθηματικών οικονομικών μοντέλων. Που θεωρεί πως αυτό που αποτελεί «Οικονομική Σκέψη», δεν είναι οι αοριστίες και οι γενικότητες, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται, της Πολιτικής Οικονομίας, αλλά το μετρήσιμο των δικών του μοντέλων. Χρησιμοποιεί τη φράση ως ασπίδα στην κριτική που δέχεται για την τυραννία των μοντέλων και την καταστροφή που έφεραν σε αυτή τη χώρα και όχι μόνο. Η φράση του εδώ, αν θέλετε, δεν έχει να κάνει με την ουσία της γνώσης – είναι ένας επιθετικός αμυντικός μηχανισμός.

Τελικά η μνήμη είναι εφόδιο ή εχθρός του ανθρώπου;

Δεν το γνωρίζω. Έχω όμως κάποιες σκέψεις γύρω από αυτό. Πρώτα απ’ όλα θεωρώ πως η μνήμη δεν είναι ανάμνηση γεγονότων, πράξεων, συμβάντων. Ακόμα και αν επιχειρήσεις συστηματικά να τα ανακαλέσεις, είναι αδύνατον να τα καταφέρεις. Και δεν εννοώ πως αυτό συμβαίνει με την έννοια του ψυχαναλυτική όρου της απώθησης. Πιθανόν να συμβαίνει από βιολογικούς λόγους, πιθανόν να είναι μια άμυνα του ίδιου του ανθρώπου απέναντι σε κάθε τι που θεωρεί περιττό. Αισθάνομαι πως η μνήμη είναι κάτι διαφορετικό λοιπόν από την ανάμνηση. Περισσότερο την κατανοώ ως συμπυκνώσεις μιας βασικής λειτουργίας του ανθρώπου, της επιθυμίας. Που κάποια στιγμή θεωρεί πως πλησιάζει το αντικείμενό της, το ξαναχάνει, το ξαναπροσεγγίζει και πάει λέγοντας. Αυτή η αέναη διαδικασία είναι απαραίτητη. Για να μένει ανοιχτή η διάσταση της επιθυμίας, αλλιώς δημιουργούνται διάφορα προβλήματα. Υπό αυτή την έννοια, αν δηλαδή η μνήμη είναι συμπυκνώσεις επιθυμίας, τότε μάλλον αποτελεί εφόδιο και δεν εχθρεύεται τον άνθρωπο. Μην ξεχνάτε πως το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ ξεκινά με την γευστική ανάμνηση ενός της μαντλέν και που στη συνέχεια συνειδητοποιούμε πως αυτά τα ψίχουλα του γλυκού συμπυκνώνουν όλο το κουβάρι της επιθυμίας για τον Προυστ. Θα μου πείτε τώρα τι σχέση έχουν όλα αυτά με το βιβλίο. Πως ακούγονται λίγο φιλοσοφικά, λίγο ψυχαναλυτικά. Ωστόσο πιστεύω πως σχεδόν ολόκληρο το βιβλίο, πέρα από τα προφανή, υποκρύπτει κάτι ακόμα. Την προσπάθεια της βασικής του ηρωίδας να προσδεθεί πάλι στα τερτίπια της επιθυμίας. Να μην παραιτηθεί. Ως εκ τούτου η περίπου εξίσωση, μνήμη = επιθυμία, είναι ένα εφόδιο για εκείνη.

«Η κρίση λειτουργεί και ως πλυντήριο ξεπλύματος συνειδήσεων». Δεν υπήρχε και πριν η ανάγκη για αυτό το «ξέπλυμα»;

Πάντοτε υπήρχε και πάντοτε θα υπάρχει η ανάγκη για ξέπλυμα συνειδήσεων. Είναι περίπου σαν το ξέπλυμα χρήματος. Ξέρετε, κάποια στιγμή συνειδητοποιήσαμε όλοι για τα καλά πως «παράγκα» δεν υπήρχε μόνο στο ποδόσφαιρο. Παράγκες υπήρχαν πολλές σε αυτή τη χώρα. Στην Τέχνη, στα Πανεπιστήμια, στην Υγεία, στην Πολιτική. Όπως και παντού βέβαια στον κόσμο. Και τις παράγκες τις λειτουργούν άνθρωποι. Οι οποίοι αν θέλετε άνοιξαν πολύ την ψαλίδα ανάμεσα στην Ηθική του λόγου τους και στην Ηθική της πράξης τους. Φώναζαν πολύ για το συλλογικό συμφέρον αλλά κυρίως λειτουργούσαν για ίδιον όφελος. Είναι αυτό που λέει ο λαός «φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης». Έρχεται η στιγμή ωστόσο που, από ένα συνδυασμό αιτιών, τα πράγματα δεν μπορούν να συνεχιστούν με τον ίδιο τρόπο. Υπάρχουν δυσκολίες. Θέλουμε να ονομάσουμε αυτή την κατάσταση κρίση; Ας την ονομάσουμε. Σε αυτή λοιπόν τη νέα κατάσταση οι ίδιοι άνθρωποι επικαλούνται διαρκώς το μεγαλείο της ηθικής του λόγου τους και αποσιωπούν τελείως την ηθική των πράξεών τους. Είναι δηλαδή οι ίδιοι άνθρωποι που ενώ στο παρελθόν συμμετείχαν σε όλα τα Δείπνα τώρα καταγγέλλουν τον Δειπνοσοφιστή. Και εμφανίζονται με πολλές μορφές: αντισυστημικοί, μεταρρυθμιστές και σου κουνούν και το δάχτυλο μπροστά στο πρόσωπο καθώς φωνασκούν, «εσύ φταις, αν ήξερες γιατί δεν μιλούσες;». Αν θυμάμαι καλά ο Καστοριάδης, νομίζω, έλεγε πως ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει αν δεν κατασκευάσει «καπιταλιστικά» άτομα. Θα το παράφραζα λίγο λέγοντας πως κανένα σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει καλά αν δεν κατασκευάσει σωστά τα άτομα που θα το υπηρετήσουν. Μία από τις εκδοχές μιας τέτοιας κατασκευής που αφορά την Ελλάδα είναι και η νοοτροπία του μάγκα. Ως προς αυτή την νοοτροπία υπάρχει ένα πολύ καλό βιβλίο, του Νίκου Τσακνή, «Η εγκυκλοπαίδεια του μάγκα».

Στο βιβλίο αναφέρεστε σε ένα στίχο του Lennon “Αυτό που ονειρεύεσαι μόνος παραμένει όνειρο, αυτό που ονειρεύεσαι μαζί με άλλους είναι μια πραγματικότητα». Το πιστεύετε αυτό;

Πράγματι το πιστεύω. Το πιστεύω τουλάχιστον ως έναυσμα. Ως μία αρχή. Στο βιβλίο ένας από τους ήρωες αναφέρει: «Η Άννα Καρένινα είναι σημαντική όχι μόνο γιατί αψηφά τις κοινωνικές συμβάσεις, αλλά κυρίως γιατί κατανοεί πως η προσωπική της ευτυχία μπορεί να πραγματωθεί μόνο αν η κοινωνία πραγματικά αλλάξει». Αυτό, ξέρετε, είναι μια ισχυρή θέση. Που αντιδιαστέλλεται με μία άλλη επίσης ισχυρή θέση: «δίκαιο είναι ό,τι ωφελεί εμένα και αυτό ονειρεύομαι». Υπάρχουν βέβαια όνειρα που τα μοιράζεσαι και άλλα πάλι όχι. Και θα υπάρχει πάντα βέβαια μια λεπτή ισορροπία. Αναφέρομαι σε εκείνα τα κοινά όνειρα που ξεκινούν με τις καλύτερες προθέσεις και είτε καταλήγουν σε εφιάλτη είτε δημιουργούν τον μαζικοποιημένο άνθρωπο. Αλλά δεν φαντάζομαι πως ο Lennon το εννοούσε έτσι. Πίσω του είχε ολόκληρα κινήματα για την ειρήνη, για την χειραφέτηση των ανθρώπων, ένα εμβληματικό τραγούδι όπως είναι το «Imagine» και όχι μόνο. Το πρόβλημά μας θα έλεγα τις τελευταίες δεκαετίες δεν είναι αν μοιραστήκαμε ή όχι τα όνειρά μας, μάλλον είναι πως δεν ονειρευτήκαμε καν. Να το πω χαριτολογώντας και κάπως διαφορετικά, πως μπαίναμε στην διαδικασία του ονείρου «καταναλώνοντας όνειρα».

Ετοιμάζετε κάποια νέα δουλειά;

Πράγματι γράφω κάτι άλλο. Αυτή την περίοδο βέβαια με αργούς ρυθμούς, δεδομένου πως ο χρόνος μου είναι απαραίτητο να μοιράζεται και σε άλλες δραστηριότητες. Η συγγραφή σπάνια δημιουργεί εισοδήματα. Γεγονός βέβαια που δεν είναι και απαραιτήτως κακό. Υπάρχουν πολλοί άλλοι λόγοι για να γράφει κανείς.

Ευχαριστούμε πολύ!

Συνεντεύξεις

Περισσοτερα στην κατηγορια Συνεντεύξεις

Copyright © 2015-2016 Clevernews