Συνεντεύξεις

Πάνος Τσερόλας: «Όσο σημαντική και αν είναι η ανάπαυση, η επανάπαυση σπανίως έχει ευεργετικές επιδράσεις»

Πάνος Τσερόλας: «Όσο σημαντική και αν είναι η ανάπαυση, η επανάπαυση σπανίως έχει ευεργετικές επιδράσεις»

Ο Πάνος Τσερόλας ξαναχτυπά, αυτή τη φορά με ένα μυθιστόρημα γεμάτο έρωτα, τρομοκρατία, καταδίωξη αλλά και αισιοδοξία πως πολλές φορές τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. «Η συνωμοσία της βανίλιας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος και ήδη έχει κατακτήσει το αναγνωστικό κοινό.

Πάνο, πες μας λίγα λόγια για το νέο σου βιβλίο «Η συνωμοσία της βανίλιας».

Η «συνωμοσία» ήταν ένα πολύ διασκεδαστικό κατά τη διάρκεια της γραφής του παιχνίδι, με στόχο να γίνει ένα αναλόγως διασκεδαστικό ανάγνωσμα. Διάφορες παραλλαγές της ίδιας ιστορίας με απασχολούσαν αρκετά χρόνια. Η πρώτη μάλιστα εκδοχή της βρίσκεται στην πρώτη μου επί της ουσίας απόπειρα να γράψω κάτι, στο Λύκειο. Έκτοτε, με αποσυναρμολόγηση και εκ νέου συναρμολόγηση προέκυψε μια νέα εκδοχή του 2012 και έφτασε στην οριστικά ημιτελή μορφή της στο βιβλίο αυτό.

Τί ήταν εκείνο που σε ενέπνευσε για μία τέτοια ιστορία έρωτα, δράσης και καταδίωξης;

Νομίζω έχει να κάνει με το παιχνίδι της γραφής περισσότερο από κάποια συγκεκριμένη έμπνευση. Έβαζα το δάχτυλο με κλειστά μάτια πάνω στην υδρόγειο και άφηνα τους ήρωες να ταξιδεύουν και να ανακαλύπτουν (μαζί τους και εγώ) μέσα από την κοινή ματιά του έρωτα. Η πλοκή της καταδίωξης και της περιπέτειας με «κλέφτες και αστυνόμους» ήταν περισσότερο το πρόσχημα για ένα «roadmovie» σε μυθιστορηματική μορφή.

Σε συναντάμε πάλι πολύ σύντομα, μετά την «Ασημένια Θάλασσα». Πόσο καιρό σου πήρε να το γράψεις;

Τα δυο αυτά βιβλία, μαζί με το «Περί Έρωτος και λοιπών αναρχικών συμπτωμάτων» (e-book, εκδ. PaperPublishing) τα είχα κάποιο καιρό στο «συρτάρι» πριν εκδοθούν. Η συγγραφή είναι πάντα μια πυρετώδης διαδικασία χωρίς μεγάλα διαλείμματα. Είναι ας πούμε η διαδικασία του «φουρνίσματος» μιας ιδέας που μπορεί ωστόσο να ζυμώνεται για πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Επίσης μεγάλο χρονικό διάστημα και αρκετή πειθαρχεία απαιτεί και η δουλειά μετά το ξεφούρνισμα, δηλαδή η επιμέλεια και οι διορθώσεις. Ανάμεσα δηλαδή στην σύλληψη, την συγγραφή και στην φροντίδα του κειμένου, η συγγραφή ίσως είναι η πιο σύντομη διαδικασία.

«Πάντα στο τέλος τα αμετακίνητα εμπόδια είναι αυτά που εμποδίζουν την ασταμάτητη δύναμη». Έχει υπάρξει τέτοιο εμπόδιο στη ζωή σου;

Αυτό είναι ένα θεωρητικό σχήμα. Στην πραγματικότητα, τα ζεύγη δυνάμεων και εμποδίων στην πραγματική ζωή δεν επιλύονται πάντα με κάποια επεισοδιακή σύγκρουση. Είναι σημαντικό να μπορείς και να αποφεύγεις τα εμπόδια, ή να τα αντιμετωπίζεις πιο περίτεχνα από το να εφορμάς κατά μέτωπο. Το θέμα είναι να μπορείς να αναμετράσαι, να μετράς δηλαδή και τις δυνάμεις σου. Πολλές φορές τα εμπόδια αποτελούν και τις καλύτερες αιτίες για να επιλέγουμε τους εύκολους δρόμους, χωρίς να τα αντιμετωπίζουμε. Καλό είναι να ξέρει κανείς τα όρια του, καλύτερο ακόμα να προσπαθεί συνεχώς να τα υπερβεί.

Σε ένα απόσπασμα του βιβλίου αναφέρεσαι στον καφέ, στο πώς τον πίνουν σε κάθε λαό και τί υποδηλώνει για το χαρακτήρα του. Στην Ελλάδα σήμερα ποιος «καφές» ( και κατ’ επέκταση τρόπος ζωής) πιστεύεις ότι επικρατεί;

Όπως επισημαίνει και ο Τάκης Γεράρδης στο περιεκτικότατο βιβλίο του «Το αλφαβητάρι του καφέ», η σχέση μας με τον καφέ περιγράφει σε μεγάλο βαθμό και την ιδιαίτερη γεωγραφική και πολιτιστική μας κληρονομιά. Κάπου στα τέλη του ’50 πήραμε τον στιγμιαίο (γρήγορο στην παραγωγή και κατανάλωση) καφέ, τον αφρίσαμε μέσω της ανακίνησης και ο εντελώς ελληνικός «φραπέ» έγινε σήμα κατατεθέν μιας μακράς ως επί το πλείστον διαδικασίας κατανάλωσης. Μπορεί λοιπόν να καταναλώνουμε καφέ που παρασκευάζεται γρήγορα (Δύση), αλλά ο καφές είναι συνήθως μια αφορμή «συνάντησης» (Ανατολή): Τον πίνουμε αργά και τον συνοδεύουμε συνήθως με συζήτηση. Το «πάμε για καφέ» πολλές φορές δαιμονοποιείται, κυρίως μέσα από τα εξ Ευρώπης «κλισέ» για έναν τεμπέλικο λαό που περνάει ώρες στα καφενεία. Και όμως, από τον εντελώς ατομικό καφέ που καταναλώνεται γρήγορα και στα όρθια ως «ντόπα» για τους φρενήρεις ρυθμούς της καθημερινότητας, το «διάλειμμα» του καφέ είναι πάντα λιγότερο ατομικό και πιο χρήσιμο. Μπορεί ο φραπέ να μην είναι η καλύτερη επιλογή καφέ (γευστικά και διατροφικά ίσως να είναι και στις τελευταίες θέσεις), μπορεί όντως να έχουμε χάσει όλοι και όλες κάποιες παραγωγικές ώρες πίνοντας καφέ, αλλά επειδή το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα μας θέλει μοναχικούς και ντοπαρισμένους δεν χρειάζεται να το ασπαστούμε κιόλας. Οπότε, αφού ούτως ή άλλως καταναλώνουμε καφέ (είτε ελληνικό, είτε εσπρέσο είτε φραπέ), καλύτερα να το κάνουμε συζητώντας πως να αλλάξουμε τον κόσμο, και όχι ως καύσιμο για να τον προλάβουμε.

Αναφέρεις πώς «κυνηγάμε την  ευτοπία, αλλά την ονομάσαμε ουτοπία. Δηλαδή μείναμε να κυνηγάμε τον μη τόπο, αντί για τον ευ τόπο». Ποιος είναι για σένα ο ευ τόπος;

Υπάρχουν προσωπικές και συλλογικές ευτοπίες. Συνήθως είναι και άρρηκτα συνδεδεμένες. Δηλαδή η ευτυχία (που ευτυχώς δεν την λέμε ουτυχία) δεν μπορεί να είναι ούτε ατομική υπόθεση ούτε θέμα κάποιας …διοικητικής μεταρρύθμισης. Το πρώτο σημαντικό βήμα είναι να έχουμε συναίσθηση των χαοτικών διαβαθμίσεων στο τί μπορεί να εννοείται ευτοπία- θα μπορούσαμε ίσως να περιγράψουμε μια ωραία εκδοχή, μα για ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας η ευτοπία μπορεί να είναι απλά η ύπαρξη ενός σταθερού τόπου, όπως και αν είναι αυτός. Οι ευτοπίες μας είναι ψηφίδες ενός συλλογικού μωσαϊκού. Η ολοκλήρωσή του θα είναι και αυτή θα δώσει νόημα και υπόσταση στην κάθε ξεχωριστή ψηφίδα.

Τί είναι πιο σημαντικό; Να διαλέγεις τη φυλακή σου και να επαναπαύεσαι ή να προσδοκάς και να αναζητείς διαρκώς την ελευθερία;

Όσο σημαντική και αν είναι η ανάπαυση (μέσα στη μέρα, μέσα στο χρόνο), η επανάπαυση σπανίως έχει ευεργετικές επιδράσεις. Η διαρκής ανησυχία, η διαρκής επιθυμία για ανανέωση και επανεφεύρεση είναι μια πιο ρέουσα αντίληψη για την ζωή, και ως ρέουσα δυσκολότερα «βαλτώνει». Δεν μπορώ να φανταστώ πως κάποια στιγμή απλώς σταματούν οι προσδοκίες κάθε τύπου. Από την άλλη, ειδικά στην εποχή μας, η πλάνη του να επιλέγεις την ασφάλεια από την ελευθερία είναι ένα τρομακτικό έργο που έχουμε ήδη δει και συνεχίζει να παίζεται ανά τον κόσμο.

Παράλληλα, έχεις εκδώσει και παιδικά μυθιστορήματα. Ποιο κοινό θεωρείς πιο απαιτητικό, ποιο αυστηρό, τους μεγάλους ή τα παιδιά;

Τα παιδιά (και φυσικά, όσοι μεγάλοι διατηρούν την παιδικότητά τους) αντιμετωπίζουν ένα βιβλίο με μεγαλύτερο ενθουσιασμό, η ανάγνωση είναι συχνά και αυτή ένα παιχνίδι. Κατ’ επέκταση, είναι πιο απαιτητικά στο αν αυτό που διαβάζουν θα ανταποκριθεί στις προσδοκίες τους. Ωστόσο, δεν είναι αυστηρά, γιατί δεν έχουν και λόγο να είναι. Με τις διαφορές που μπορεί να υπάρχουν στα θέματα και στη γλώσσα, πολλές φορές αντιμετωπίζω με παρόμοιο τρόπο τη γραφή, είτε πρόκειται για μεγάλους είτε για μικρούς. Ίσως για αυτό μερικές φορές κάποιοι μεγάλοι μου μιλούν για τα παιδικά και αρκετοί μικρότεροι αναγνώστες μου μιλούν για τα των μεγάλων!

Ποιο σχόλιο (καλό ή κακό) που άκουσες για βιβλίο σου, έχει χαρακτεί στη μνήμη σου και γιατί;

Ακόμα μαθαίνω να γράφω και επιπλέον έχω πολύ λίγα χρόνια που κυκλοφορούν βιβλία μου. Κάθε σχόλιο, είτε καλό είτε «κακό», είναι μια πολύ χρήσιμη αλληλεπίδραση, με βοηθάει να ξεφύγω από την δική μου υποκειμενική ματιά. Μαθαίνω δηλαδή και εγώ ο ίδιος τί έχω γράψει. Κάθε σχέση βιβλίου-αναγνώστη έχει άλλωστε την μοναδικότητά της.

Ετοιμάζεις κάποια νέα δουλειά;

Έχω κάποια ακόμα στο «συρτάρι» που προανέφερα. Ελπίζω σύντομα να τα ξαναπούμε με αφορμή νέες ιστορίες για μικρούς και μεγάλους.

Ευχαριστούμε πολύ!

Περισσοτερα στην κατηγορια Συνεντεύξεις

Copyright © 2015-2016 Clevernews