Βιβλίο

«Σιωπηλά εγκλήματα»

«Σιωπηλά εγκλήματα»

του Γιώργου Μπακούρη από τις εκδόσεις Περίπλους

Ο αστυνόμος Κλέανθος Παπαγιανίδης επιστρέφει.

Δύο ηλικιωμένοι άντρες, βρίσκονται άγρια δολοφονημένοι στην Αθήνα.

Ως συνήθως, τα στοιχεία ελάχιστα και τα ερωτηματικά πολλά.

Οπλισμένος με ιώβεια υπομονή και κατέχοντας μοναδικό ταλέντο στην ανάπτυξη θεωριών, τις περισσότερες φορές ακατανόητων για τους συνεργάτες του, ο Κλέανθος Παπαγιανίδης ξετυλίγει το ματωμένο κουβάρι, που θα τον φέρει μέχρι το Καστρί Κυνουρίας, αντιμέτωπο με γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκεί πριν πολλά χρόνια και εξακολουθούν να επηρεάζουνε το σήμερα.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:

«Η διάθεση του Κλέανθου έφτιαξε μεμιάς. Όχι μόνο επειδή είχανε καταφέρει επιτέλους να βρούνε την διεύθυνση του Μαρινάκη, μετά από ατελείωτες περιπλανήσεις, αλλά και λόγω της ειδυλλιακής τοποθεσίας.

Η αμφιβόλου αισθητικής πολυκατοικίας, χρώματος σομόν, που υπό άλλες συνθήκες θα του ανακάτευε το στομάχι, είχε το προνόμιο να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από την θάλασσα, που εκείνο το πρωί ήτανε ακίνητη, σαν ένας τεράστιος γαλάζιος καθρέφτης.

Σταθμεύσανε μπροστά στην είσοδο. Ο Κλέανθος με το που κατέβηκε από το αυτοκίνητο, στράφηκε προς την θάλασσα και πήρε μια βαθιά αναπνοή, γεμίζοντας τα πνευμόνια του με αναζωογονητικό αέρα. Άφησε το βλέμμα του να περιπλανηθεί σε αυτό το γαλήνιο τοπίο και προς στιγμή ζήλεψε τον Μαρινάκη. Πολύ θα ήθελε να βρισκότανε στην θέση του και να αντικρίζει κάθε μέρα από το σπίτι του αυτή την θέα και ας έμενε σε κακόγουστη πολυκατοικία.

«Ο κ. Παπαγιανίδης;» ακούστηκε μία αντρική βαριά φωνή να τον καλεί.

Γύρισε και είδε έναν ηλικιωμένο άντρα, με πλούσια λευκή χαίτη, να στέκεται στο μπαλκόνι του πρώτου ορόφου του σομόν κτίσματος. Φόραγε μία ρόμπα πορφυρού χρώματος και κάπνιζε πουράκι. Αν δεν βρισκότανε στο Άστρος με φόντο το έκτρωμα, μπορεί και να τον πέρναγε για άρχοντα που ατένιζε τους υπηκόους του από την βεράντα του κάστρου του.

«Ο ίδιος. Γνωριζόμαστε;» ρώτησε έκπληκτος ο Κλέανθος.

«Εγώ…τηλεφωνικώς. Μαρινάκης. Μίλησα με τον βοηθό σας. Βλέπετε είμαι και εγώ πρώην αστυνομικός. Σας κατάλαβα. Παρακαλώ περάστε πάνω» είπε με εγκαρδιότητα ο οικοδεσπότης.

Ανέβηκαν τις σκάλες και ο Μαρινάκης τους περίμενε στο κατώφλι του διαμερίσματός του. Αδύνατος, ψηλός, με λεπτά χαρακτηριστικά και διαπεραστικά γαλάζια μάτια, απέπνεε έναν αριστοκρατικό αέρα.

«Καλώς ήρθατε κύριοι» τους είπε χαμογελαστά καθώς τους έσφιγγε τα χέρια.

Αφού έγιναν οι απαραίτητες συστάσεις, ο Μαρινάκης έκανε στην άκρη και με μία ελαφρά κίνηση του χεριού, τους προσκάλεσε με κάθε επισημότητα να περάσουν μέσα στο «βασίλειό του». Ένα σπίτι φορτωμένο με βαριά μπαρόκ αντικείμενα. Η κακογουστιά των κρεμασμένων πινάκων στους φθαρμένους τοίχους, τα τεραστίων διαστάσεων έπιπλα καθώς και τα απίθανα φανταχτερά χρώματα των χαλιών που κάλυπταν κάθε γωνιά του σπιτιού, συνθέτανε την εικόνα του απόλυτου κιτς.

«Παρακαλώ κύριοι καθίστε. Δυστυχώς το προσωπικό έχει πάρει άδεια» είπε με κάθε επισημότητα ο Μαρινάκης.

«Το προσωπικό;» ρώτησε ο Κλέανθος έκπληκτος, για να βεβαιωθεί ότι είχε ακούσει καλά.

«Μάλιστα. Ο υπηρέτης βρίσκεται σε άδεια. Αν ήξερα ότι θα ερχόσασταν, πιστέψτε με δεν θα του την είχα παραχωρήσει».

Ο Κλέανθος έμεινε να τον κοιτάει αποσβολωμένος. Μάλλον κάποια… βίδα πρέπει να είχε λασκάρει για να δικαιολογηθεί αυτή η μετατροπή του πρώην αστυνομικού σε…βαρόνο. Ωστόσο έπρεπε να το παραδεχτεί. Η μετεξέλιξη του πρώην χωροφύλακα και δη Ελληνικής επαρχίας σε «λόρδο», ήτανε ολοκληρωτική. Από τους τρόπους, το παρουσιαστικό, το ντύσιμο, μέχρι και την …γλώσσα !

«Αλλά μην ανησυχείτε θα σας εξυπηρετήσω προσωπικά. Τσάι;».

«Όχι ευχαριστούμε» είπε όσο πιο ευγενικά μπορούσε ο Κλέανθος.

«Μήπως θα προτιμούσατε να φάτε κάτι ελαφρύ; Έχω να σας προσφέρω εκλεκτά σαντουιτσάκια σολομού καθώς και εξαίσιο αυγοτάραχο».

Το μάτι του Κλέανθου μεμιάς έλαμψε και το στομάχι του πήρε μπρος.

«Πολύ ευχαρίστως».

«Επιτρέψτε μου να σας αφήσω για λίγο. Θα επιστρέψω αμέσως» είπε ο Μαρινάκης και με μεγαλοπρεπή βηματισμό, χώθηκε στην μικροσκοπική κουζίνα για την προετοιμασία του εκλεπτυσμένου προ-γεύματος.

«Μάλλον το έχει χάσει» ψιθύρισε στο αυτί του Κλέανθου ο Ντίνος.

«Μην είσαι υπερβολικός».

«Τρελός σου λέω».

«Ε όχι και τρελός. Ιδιότροπος».

«Τι λες ρε Κλέανθε. Τσάι, αυγοτάραχα και σολομούς, αυτά είναι φαγητά για πρίγκηπες. Άσε και το σπίτι. Το έχει διακοσμήσει λες και είμαστε στις Βερσαλλίες. Ο τύπος νομίζει ότι είναι ο απόγονος του Όθωνα και εμείς οι υπήκοοι του».

«Αν ήμασταν οι υπήκοοί του, δεν θα μας υποδεχότανε με βασιλικές τιμές και ούτε με…. σαντουιτσάκια».

Ο Ντίνος τον κοίταξε σαστισμένος. Τελικά ποιος δούλευε ποιόν εδώ μέσα; Ο Μαρινάκης με τις αριστοκρατικές του κόνξες, ή ο Κλέανθος που τον θεωρούσε σχεδόν φυσιολογικό, παριστάνοντας ο ίδιος τον τρελό για μερικά γευστικά καλούδια;

«Παρακαλώ κύριοι, σερβιριστείτε» τους είπε ο Μαρινάκης καθώς εμφανίστηκε με έναν ασημένιο δίσκο φορτωμένα με όσα τους είχε υποσχεθεί. Ο Κλέανθος, με μια κίνηση του χεριού του, κατάφερε να αρπάξει τρία σαντουιτσάκια, υπό το επικριτικό βλέμμα του οικοδεσπότη, αναγκάζοντάς τον εν τέλει να επιστρέψει τα δύο.

«Κύριοι, αν έχετε την καλοσύνη να μου πείτε τον ακριβή σκοπό της επίσκεψής σας;» ρώτησε μετά από λίγο ο Μαρινάκης με ύφος χιλίων καρδιναλίων, αφού είχανε αδειάσει σχεδόν όλο το περιεχόμενο του δίσκου, με το μερίδιο του λέοντος, ως συνήθως, να καταλήγει στο στομάχι του Κλέανθου.

«Κύριε Μαρινάκη, απ’ όσα είμαι σε θέση να γνωρίζω και διορθώστε με αν κάνω λάθος, υπηρετήσατε στο Καστρί Κυνουρίας εν έτη 1957 με την ιδιότητα του χωροφύλακα;» είπε με στόμφο ο Κλέανθος, μιμούμενος το ύφος του οικοδεσπότη του.

«Πράγματι. Όπως είπα και τηλεφωνικώς στον υφιστάμενό σας, το Καστρί υπήρξε το πρώτο μου….. αξίωμα ως νεαρός χωροφύλακας, σε ηλικία είκοσι τριών ετών». Αν μια απλή θέση χωροφύλακα ήτανε αξίωμα για τον Μαρινάκη, ο Κλέανθος αδυνατούσε να φανταστεί πως θα χαρακτήριζε ο οικοδεσπότης τους, μία θέση με πιο αυξημένες αρμοδιότητες, θρόνος;

«Παρουσιάστηκα αρχές Ιουνίου του 1957 στον επικεφαλής, μια παλιά καραβάνα ονόματι Σακελλαρίδης. Έμεινα ακριβώς δύο χρόνια. Μετέπειτα πήρα μετάθεση στο Άργος και στην συνέχεια βρέθηκα στα κεντρικά της…».

«Συγγνώμη που σας διακόπτω αλλά τα ονόματα Δραγαλέτος και Βογιατζής, σας είναι γνωστά;» ρώτησε ο Κλέανθος. Δεν είχε καμία όρεξη να ακούσει για την επαγγελματική σταδιοδρομία του πρώην χωροφύλακα, «νυν λόρδου» του Άστρους Κυνουρίας και ειδικά για τα μετέπειτα….αξιώματά του.

Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του Μαρινάκη σκλήρυναν και το βλέμμα του απέκτησε μία ξαφνική ψυχρότητα.

«Ναι» ήτανε η μονοκόμματη απάντηση του βγάζοντας συγχρόνως ένα βαθύ αναστεναγμό.

«Θα μπορούσατε να μου πείτε από που;» ρώτησε ο Κλέανθος με ξαφνικό ενδιαφέρον.

«Όπως σας είπα προηγουμένως, το Καστρί υπήρξε το πρώτο μου αξίωμα και ο θάνατος της Κατερίνας Παπάζογλου, η πρώτη υπόθεση που ανέλαβα να ερευνήσω. Δυστυχώς, η συγκεκριμένη υπόθεση σημάδεψε δυσάρεστα την μετέπειτα ζωή μου επειδή υπήρξε η μοναδική που δεν κατάφερα να εξιχνιάσω σε κατά τ’ άλλα μία αψεγάδιαστη και ζηλευτή καριέρα» είπε με ύφος που δεν επιδεχότανε ουδεμία αντίρρηση, ο Μαρινάκης.

«Είμαι σίγουρος ότι η καριέρα σας υπήρξε υποδειγματική. Θα με ενδιέφερε ωστόσο να μου μιλήσετε για αυτή την υπόθεση Παπάζογλου» τον ενθάρρυνε ο Κλέανθος.

«Έχουνε περάσει τόσα χρόνια, ποιος ο λόγος να σκαλίζουμε παλιές πληγές, κύριε Παπαγιανίδη;».

«Διότι αυτές οι πληγές φαίνεται ότι δεν έκλεισαν ποτέ, κύριε Μαρινάκη και εξακολουθούν να αιμορραγούν. Οι Δραγαλέτος και Βογιατζής βρέθηκαν δολοφονημένοι χθες στην Αθήνα».

«Δολοφονημένοι;».

«Ναι και έχω την πεποίθηση ότι η αιτία αυτών των εγκλημάτων πρέπει να έχει τις ρίζες της στο Καστρί Κυνουρίας και συγκεκριμένα το 1957 ή και προγενέστερα».

ΙSΒΝ:978-960-438-210-1

Σελίδες: 350

Ο Γιώργος Μπακούρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1970 αλλά μεγάλωσε και σπούδασε στη Γενεύη. Είναι δικηγόρος και ζει από το 1998 μόνιμα στην Αθήνα. Τα Σιωπηλά Εγκλήματα είναι το δεύτερο μυθιστόρημα του, μετά το «Έγκλημα στην Πάρο» (Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2014), όπου πρωταγωνιστεί και πάλι ο αστυνόμος Κλέανθος Παπαγιανίδης.

Βιβλίο

Περισσοτερα στην κατηγορια Βιβλίο

Copyright © 2015-2016 Clevernews