«Η αλλαγή φρουράς» είναι το νέο βιβλίο του Παναγιώτη Βλάχου που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Κέδρος (περισσότερα για το βιβλίο δείτε εδώ). Πρόκειται για ένα «αχαρακτήριστο» μυθιστόρημα, που δεν εντάσσεται σε μία από «παραδοσιακές» κατηγορίες των βιβλίων, αφού έχει αρκετά στοιχεία του αστυνομικού μυθιστορήματος, αλλά και πολλά κοινωνικο-φιλοσοφικά ζητήματα, που μετατρέπουν σε πολλά σημεία την ανάγνωση σε μελέτη.
Κύριε Βλάχο, πείτε μας λίγα λόγια για την «Αλλαγή Φρουράς».
Η «Αλλαγή φρουράς» ξεκινά με τον φόνο ενός καθηγητή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. Την υπόθεση αναλαμβάνει ένας αστυνομικός του τμήματος Ομονοίας. Θα του γίνει εμμονή μια ομάδα ανθρώπων, μια παρέα, που έρχεται από το παρελθόν με την ονομασία «Κοινωνία των Μεταφραστών». Είναι ένας κόσμος που δεν γνωρίζει, θα τον δυσκολέψει, αλλά ταυτόχρονα θα γίνει το μέσο να στραφεί προς το δικό του παρελθόν. Στη μνήμη των πραγμάτων που ξεχάστηκαν. Θα διατρέξει μαζί τους το Παρίσι του ’68, την Αθήνα του ’80 και του 2020.
Το βιβλίο κρατά κάποιες λίγες από τις συμβάσεις ενός αστυνομικού μυθιστορήματος. Αλλά δεν είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Ένα καθαρόαιμο ας πούμε αστυνομικό μυθιστόρημα. Θα μπορούσε να είναι ένα Campus novel επίσης, ή ένα υπαρξιακό, ένα κοινωνικό ή ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα. Και όλο αυτό το πράγμα τελικά να είναι ένα μειονέκτημα. Εκείνος που τελικά θα αποφασίσει να διαθέσει ένα μέρος από το περιορισμένο εισόδημά του θα ξέρει. Ξέρετε πόσο σημαντικό είναι αυτό; Να προσφέρει κάποιος το μέγιστο που μπορεί από το πενιχρό του εισόδημα; Δεν είναι μόνο τιμή, είναι και μια ευθύνη. Αλλά αυτός είναι ο δικός μου τρόπος, το δικό μου ύφος με την συγγραφή. Μακάρι η ζωή και οι ψυχές των ανθρώπων να ήταν απλές. Αλλά δεν είναι. Ο κόσμος είναι γεμάτος βαρβαρότητα, παράλογα αιτήματα, ματαιωμένες επιθυμίες. Είναι και χαρά. Κατά τη γνώμη μου αυτό είναι το ίδιο μονοπάτι που ακολουθεί και η λογοτεχνία. Το όλο ζήτημα είναι κάτι από αυτό που θα διαβάσει να τον αφορά. Ακόμη και αν τον δυσκολεύει. Δεν μου αρέσει να γράφω κάτι που να λειτουργεί ως καθρέφτης ή να διδάσκει. Μου αρέσει εκείνο το φευγαλέο κλείσιμο του ματιού που υπαινίσσεται πως ο κόσμος και η ζωή δεν είναι αυτό που έχεις μέσα στο κεφάλι σου. Αυτός θα ήταν ο εύκολος δρόμος. Όλα θα ήταν λυμένα και ύστερα όλοι μαζί θα πηγαίναμε στην ακρογιαλιά.
Ποιο τραγούδι θα βάζατε ως μουσική υπόκρουση στο βιβλίο;
Με δυσκολεύει αυτό που ρωτάτε. Κάθε ήρωας στο βιβλίο έχει το δικό του τραγούδι. Επίσης θα έλεγα πως κάθε κεφάλαιο συνθέτει τη δική του μουσική. Για παράδειγμα σε μία στιγμή του βιβλίου ένα ολόκληρο κεφάλαιο ξεδιπλώνεται πάνω στο Diamonds and Rust της Joan Baez. Ωστόσο θα έβαζα ως βασική υπόκρουση το Changing of the Guards του Bob Dylan, και μάλιστα με τη φωνή της Patti Smith. Η Patti είναι απλά μια προτίμηση. Δεν είναι και τόσο παράδοξο βέβαια. Λίγο πολύ, και πέραν του τίτλου, πιστεύω πως το βιβλίο συνομιλεί με κάποιο τρόπο με το τραγούδι.
Γιατί «αρνούμαστε τα ταξίδια με προορισμό»;
Κοιτάξτε τώρα, δεν αρνούμαστε γενικώς «τα ταξίδια με προορισμό». Αυτή είναι μια φράση ενός εκ των ηρώων του βιβλίου. Και μάλιστα ενταγμένη στο δικό του τρόπο αντίληψης του κόσμου και των πραγμάτων αυτού του κόσμου. Αλλά σωστά την εντοπίσατε επειδή μάλλον συμπυκνώνει το νόημα της ζωής, τα δρομολόγια, ενός μέρους μιας γενιάς ανθρώπων. Και εδώ και σε ολόκληρο τον κόσμο. Είναι μια φράση κλειδί στο βιβλίο. Επειδή ο «προορισμός» γι’ αυτή την παρέα που ταξιδεύει από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα στο βιβλίο, υπήρξε το μεγάλο ερωτηματικό τους και ταυτόχρονα όρισε τον πυρήνα της αμφισβήτησή τους. Και δεν αναφέρομαι μόνο στα ταξίδια στο χώρο. Ο προορισμός αφορά την πολιτική, την τέχνη, τον έρωτα, την εκπαίδευση, την όποια επανάσταση, προσωπική ή κοινωνική.
Αναφέρομαι σε εκείνους τους ανθρώπους που δε θέλησαν να αγοράσουν πακέτα «προορισμών». Αυτό δεν είναι εύκολο, το αντίθετο θα έλεγα. Μοιάζει μερικές φορές να ζουν χωρίς δέσμευση, αλλά δεν είναι έτσι. Είναι δύσκολο, πληρώνεις ένα τίμημα. Από την άλλη, όταν θεωρείς πως την ελευθερία την έχεις στο τσεπάκι, οι ανθρωποφύλακες σε περιμένουν στη γωνία. Και το φάντασμα του ελεύθερου ανθρώπου γίνεται συντρίμμια από τη βιαιότητα αυτού του κόσμου. Θέλω να πω με αυτό, πως τα «ταξίδια με προορισμό», ενίοτε είναι απαραίτητα μέχρι να συναντήσουν τα όριά τους. Το όριο είναι το είδος του ανθρώπου και της κοινωνίας που θέλουν να δημιουργήσουν.
Πώς βιώσατε την περίοδο της καραντίνας λόγω κορονοϊού;
Με προβληματισμούς αλλά και με πραγματική ηρεμία. Αυτή η κατάσταση ήταν σίγουρα κάτι καινούργιο, αλλά όχι τρομακτικό. Μια πανδημία έχει πολύ λιγότερα ιατρικά ζητήματα να λύσει και περισσότερα κοινωνικά. Υπάρχει σίγουρα ανησυχία, αλλά είναι ένα βαθύ πολιτικό ζήτημα. Ουδέποτε με άγγιξε η προσέγγιση πως μετά από την καραντίνα ο κόσμος και οι άνθρωποι θα γίνουν καλύτεροι. Το αντίθετο θα έλεγα. Η καραντίνα είναι ένα μέτρο, συμφωνεί δεν συμφωνεί κανείς μαζί του, αλλά δε δίνει λύσεις. Αν κάθε δέκα χρόνια για διάφορους λόγους κοινωνίες και λαοί μπαίνουν σε καθεστώς εξαίρεσης ο κόσμος θα γίνεται χειρότερος. Ειλικρινά για εμένα δεν θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να αναφερθώ στις προσωπικές μου στιγμές. Έτσι και αλλιώς είμαι της άποψης πως μέσα στην πανδημία ο καθένας από εμάς ζει τη δική του πανδημία.
«Οι συγγραφείς είναι απελπισμένοι άνθρωποι»;
Τόσο, όσο και οι άλλοι άνθρωποι. Υπάρχει μια υπερβολή σε αυτή τη φράση στο βιβλίο. Την αντιλαμβάνομαι ως μία πρόκληση που απευθύνεται στους ίδιους τους ήρωες του βιβλίου, στο συγγραφέα, στους αναγνώστες. Θα μπορούσε να πιαστεί κάποιος από αυτήν, να την χλευάσει αν θέλει, να σκεφτεί. Ατομικά και σε κοινωνικό επίπεδο φλερτάρουμε συχνά με τα όρια της απελπισίας. Αδρανοποιούμαστε ή αναζητούμε τον τρόπο να αντιδράσουμε. Δεν θα αποτελούσε εξαίρεση ένας συγγραφέας, ούτε αποτελεί προνόμιό του. Απλά συμβαίνει κάποιες φορές ο συγγραφέας να είναι περισσότερο εκτεθειμένος στον πυρήνα της αλήθειας των ηρώων του, και με μια υπέρβαση, στα όρια της ύβρεως θα έλεγα, των ανθρώπων γενικότερα. Σε εκείνη δηλαδή την αλήθεια που δεν μπορεί να ειπωθεί, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του. Το ζήτημα είναι τι στάση θα κρατήσει απέναντι σε αυτό. Αν δεν κατανοήσει πως αυτό που δεν μπορεί να ειπωθεί, δεν μπορεί να ειπωθεί, τότε ή θα περιπέσει στην προσωπική του απελπισία ή στην φλυαρία. Και αυτό είναι μια ανοησία. Ήδη ό,τι ήταν να ειπωθεί, ειπώθηκε. Αλλιώς οι ήρωές του θα τον στοιχειώνουν για πάντα. Τότε η απελπισία θα ριζώσει μέσα του ως χρόνια κατάσταση.
Από την άλλη, ένας τίμια απελπισμένος συγγραφέας, μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε και να διεκδικήσουμε τη Ζωή με το μεγαλείο της ελπίδας των αθεράπευτα απαισιόδοξων. Έτσι θέλω να πιστεύω.
Γράφετε σε κάποιο σημείο του βιβλίου πως «είναι στη φύση του ανθρώπου να μισεί και ταυτόχρονα ν’ αγαπά τις φυλακές του». Εσείς, ποια φυλακή σας μισείτε και ποια αγαπάτε;
Δεν ξέρω αν είναι στη φύση του ανθρώπου. Παρενθετικά να πούμε πως άλλο πράγμα είναι η φύση και άλλο η κοινωνία. Το αναφέρω για να πω, πως η φύση δε φτιάχνει φυλακές, η κοινωνία το κάνει. Φυλακές πολλών μορφών. Εδώ υποθέτω πως η φράση υποκρύπτει κάτι από το Γιν και το Γιανγκ στη φιλοσοφική αντίληψη του Ταό. Ως έννοιες δηλαδή συμπληρωματικές και όχι αντιτιθέμενες. Έτσι το κατάλαβα εγώ. Η Πατ στο βιβλίο είναι ένας ενδιαφέρων και πολύπλοκος χαρακτήρας.
Σε ό,τι με αφορά συχνά εκνευρίζομαι και θυμώνω με τη ρουτίνα μου. Αλλά την κατασκεύασα εγώ, την αγαπάω, είναι το σπίτι μου, θέλω να κατοικώ εκεί. Ακούγεται παράδοξο, αλλά έτσι είναι. Το ίδιο συμβαίνει και με τις βεβαιότητές μου, είτε αυτές προέρχονται από μια σχετική εμπειρία χρόνων, είτε φυτεύτηκαν στο κεφάλι μου και δεν μπορώ να απαλλαγώ. Αλλά ξέρετε, στο όριο, όταν ο καθένας από εμάς περπατάει σε τεντωμένο σχοινί, αυτές οι βεβαιότητες είναι που τον κρατάνε να μην καταρρεύσει. Είναι το ίδιο παράξενο με τη ρουτίνα. Οι βεβαιότητες δεν σου επιτρέπουν να γευτείς τη διαφορετικότητα και ταυτόχρονα σε κρατούν σε μια σχετική ισορροπία.
Ετοιμάζετε νέο βιβλίο;
Μου συμβαίνει πάντα όταν γράφω ένα βιβλίο σιγά-σιγά να διαμορφώνεται και το επόμενο. Χωρίς βέβαια δομή και νοήματα, σαν αίσθηση θα έλεγα, ή σαν αντίληψη χρωμάτων. Αλλά γράφω αργά, οπότε δεν ξέρω αν ετοιμάζω ένα νέο βιβλίο. Προς το παρόν θέλω να χαρώ αυτό.
Σας ευχαριστούμε πολύ!
Facebook
Twitter
Tumblr
RSS