Συνεντεύξεις

Σοφία Δημοπούλου: «Τη ζωή που δεν τολμούμε να ζήσουμε βρισκόμαστε να την κοιτάμε από απέναντι»

Σοφία Δημοπούλου: «Τη ζωή που δεν τολμούμε να ζήσουμε βρισκόμαστε να την κοιτάμε από απέναντι»

Η Σοφία Δημοπούλου δε χρειάζεται συστάσεις. Από το 2012 που πρωτοεμφανίστηκε με το βιβλίο «Lapis lazuli, η πέτρα που λείπει», μέχρι φέτος που μετράμε ήδη το τέταρτο βιβλίο της «Η ζωή απέναντι» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο έχει καταφέρει να κρατάει αμέριστη την προσοχή μας με τον εξαιρετικό τρόπο γραφής της. Το νέο της βιβλίο μας ταξιδεύει στις δεκαετίες ’60-’70, στα σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας και μας φέρνει τόσο περίτεχνα στο σήμερα.

Κυρία Δημοπούλου, πείτε μας λίγα λόγια για το νέο σας βιβλίο «Η ζωή απέναντι».

Το βιβλίο αυτό είναι ένα κοινωνικοπολιτικό μυθιστόρημα, μια ιστορία πίσω από την επίσημη Ιστορία και εκτυλίσσεται στα χρόνια της χούντας. Η κεντρική του ιδέα, όπως λέει και ο τίτλος, είναι η ζωή η αβίωτη, η ζωή που δεν ζούμε, που δεν τη βιώνουμε συνειδητά,  που την αφήνουμε να κυλά μέσα από τα χέρια μας από φόβο να πονέσουμε ή να τσαλακωθούμε, η ζωή που δεν τολμούμε και εντέλει βρισκόμαστε να την κοιτάμε από απέναντι, από την άλλη όχθη του βίου μας. Οι ήρωες του βιβλίου έρχονται κάποια στιγμή αντιμέτωποι με τις επιλογές τους και τότε ματαιώνονται και ματαιώνουν, συνειδητοποιούν τα λάθη τους και προχωρούν. Η ιστορία εκτυλίσσεται με πολλές ανατροπές, οι αθώοι γίνονται ένοχοι και οι ένοχοι αθωώνονται με κάποιο τρόπο, ενώ τα συναισθήματα κυριαρχούν.

Γιατί επιλέξατε να ξεκινά κάθε κεφάλαιο του βιβλίου με επιγράμματα από το «Μικρό Ναυτίλο» του Οδυσσέα Ελύτη;

Αγαπώ την ποίηση και ειδικά την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Εξάλλου η ποίηση είναι και η αφετηρία της γραφής μου. Οι στίχοι του «Μικρού Ναυτίλου» ανοίγουν τα κεφάλαια του βιβλίου, συμπυκνώνοντας αυτό που εγώ θέλω να πω σ’ αυτά. Το νόημα που εγκιβωτίζουν, είναι η κεντρική ιδέα του κάθε κεφαλαίου. Επιπλέον, η κεντρική ιδέα του βιβλίου είναι η ανάγκη να γίνουμε, καθένας από εμάς, μικροί ναυτίλοι της ζωής μας, για να οδηγήσουμε το πλοίο του βίου μας σε ασφαλή νερά.

Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, δάσκαλος λίγες δεκαετίες πιο πριν, απέρριψε το μεγάλο του έρωτα γιατί επρόκειτο για μία «λαϊκή» και όχι «του επιπέδου του» κοπέλα. Πιστεύετε πως κάτι τέτοιο θα συνέβαινε και σήμερα σε αντίστοιχη περίπτωση ή πλέον έχουν εξαλειφθεί τέτοιου είδους κοινωνικές διακρίσεις που βασίζονται σε μικροαστικές αντιλήψεις;

Πιστεύω πως αυτές οι αντιλήψεις έχουν αμβλυνθεί, αλλά δεν έχουν εκλείψει. Κυρίως αφορούν στα οικονομικά συμφέροντα, στην εκτίμηση των ανθρώπων βάσει αυτού που κατέχουν, όχι αυτού που είναι, στην ιδέα πως υπάρχουν άνθρωποι με μεγαλύτερη αξία από κάποιους άλλους. Επιπλέον, θεωρώ πως υπάρχει ακόμα η αντίληψη πως η κυρίαρχη κουλτούρα της «ελίτ» πρέπει να μένει αμόλυντη από τη λεγόμενη «λαϊκή» κουλτούρα που χαρακτηρίζει τα φτωχότερα οικονομικά στρώματα. Κι αυτή διάκριση είναι πιο ισχυρή από την άλλη, την οικονομική. Οι κοινωνικές διακρίσεις  υπήρχαν πάντα και θα υπάρχουν όσο η κοινωνία εξακολουθεί να χωρίζεται σε τάξεις, άσχετα από τα κριτήρια που υπερισχύουν κατά ιστορικές περιόδους.

Δικτατορία, Εξέγερση Νομικής και Πολυτεχνείου, ΒΕΛΟΣ. Πόσο σημαντικά να ήταν άραγε εκείνη την εποχή τα ζητήματα οικογενειακής και ερωτικής φύσης, όταν η χώρα είχε να αντιμετωπίσει όλα αυτά;

Τέτοιου είδους ζητήματα είναι συνυφασμένα με την ανθρώπινη φύση. Ακόμα και σε περιόδους πολέμου οι άνθρωποι ερωτεύονται, ζευγαρώνουν, γεννούν, ονειρεύονται. Η ζωή έχει το δικό της τρόπο να προχωράει, περνώντας μέσα από τις συμπληγάδες του οποιοδήποτε κοινωνικού περιβάλλοντος. Έχει τη δική της δυναμική και το δικό της αυτόνομο τρόπο να επιβάλλεται. Το γενετήσιο ένστικτο που καθορίζει την ερωτική συμπεριφορά και η ανάγκη του ανθρώπου να αισθάνεται συναισθηματικά ασφαλής μέσα σε μια οικογένεια, είναι πάνω και πέρα από τις συνθήκες.

Στο βιβλίο αναφέρετε το βιβλίο «Η καλύβα του Μπάρμπα-Θωμά». Είναι αυτό το αγαπημένο σας παιδικό βιβλίο;

Είναι ένα από τα αγαπημένα που διάβασα όταν ήμουν παιδί, αν και το αγαπημένο μου εκείνης της περιόδου ήταν το «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» του Μενέλαου Λουντέμη. Η περίοδος της μεταπολίτευσης που συνέπεσε με την προεφηβεία μου, χαρακτηριζόταν ως «λουντεμική» περίοδος, όταν ήταν πολύ δημοφιλή τα έργα του συγκεκριμένου συγγραφέα.

dimopo

Σε κάποιο σημείο του βιβλίου ειπώνεται πως «όταν θέλει η νιότη, η ωριμότητα υποτάσσεται». Το πιστεύετε αυτό;

Η νεότητα είναι πρωτίστως κατάσταση του νου και δεν έχει να κάνει με τα χρονικά όρια της ανθρώπινης ηλικίας. Είναι συνυφασμένη με τον αυθορμητισμό, την αισιοδοξία, τη χαρά της ζωής, τη πίστη στα ιδανικά και τις πανανθρώπινες αξίες. Υπάρχουν λοιπόν καταστάσεις, όπως η συγκεκριμένη του βιβλίου, που οι νέοι τραβούν μπροστά κι έτσι πρέπει να γίνεται. Αλλοίμονο αν η νεότητα υποτασσόταν στον ορθολογισμό και στη συντηρητική λογική των μεγαλύτερων. Καμιά επανάσταση, καμιά ανατροπή δεν θα είχε γίνει, κανένα όραμα δεν θα έβρισκε λίπασμα για να ανθίσει.

Στο προηγούμενο βιβλίο σας «Σε σωστή ώρα νυχτώνει» μας ταξιδέψατε στα 1874-1920, σ’ αυτό στις δεκαετίες ’60-’70. Ποια εποχή απολαύσατε συγγραφικά και ποια σας ταλαιπώρησε;

Και οι δυο εποχές είχαν τις δυσκολίες τους, αλλά και οι δυο συνάμα τη γοητεία τους. Η δυσκολία της εποχής του 19ου-20ου αιώνα είχε να κάνει με την ανάπλαση μιας εποχής που δεν γνώριζα και που δεν είχα άμεσες μαρτυρίες γι αυτή. Θέλω να πω, πως έπρεπε να συνθέσω ένα κοινωνικό πλαίσιο- το ιστορικό ήταν σχετικά εύκολο, καθώς υπάρχουν πολλές ιστορικές πηγές για τα γεγονότα εκείνης της περιόδου- μέσα από διαφημίσεις, αγγελίες, άρθρα εφημερίδων, και αυτό απαιτούσε μεγάλη έρευνα, χρόνο και κόπο. Οι δεκαετίες ’60- ’70 ήταν πιο κοντά στη δική μου ηλικία κι έτσι μπόρεσα να ενσωματώσω και τις δικές μου αναμνήσεις. Αυτή ήταν και η γοητεία της ενασχόλησης με την εποχή αυτή. Η αντίστοιχη δυσκολία προέκυψε από την υποχρέωση να σεβαστώ τα γεγονότα, πολλά από τα οποία είναι πραγματικά και ακόμα νωπά στη μνήμη των ανθρώπων που τα έζησαν.

Αλήθεια, «ξεχνιούνται οι άνθρωποι που αγαπήσαμε κάποτε»;

Θεωρώ πως οι άνθρωποι που αγαπήσαμε κάποτε, ακόμα κι αν έφυγαν με κάποιο τρόπο από τη ζωή μας, άφησαν πάνω μας το ίχνος τους. Οι άνθρωποι που άγγιξαν τα πιο βαθιά μας συναισθήματα είναι μέρος της εμπειρίας μας, γι’ αυτό, όσο κι αν ο νους τους απωθήσει, το σώμα κρατά την ανάμνηση του συναισθήματος που μας προξένησαν, σαν αιώνιο αποτύπωμα. Υπό αυτή την έννοια, οι άνθρωποι που αγαπήσαμε δεν ξεχνιούνται ποτέ.

Ετοιμάζετε κάποια νέα δουλειά;

Έχω ήδη ξεκινήσει ένα κοινωνικό μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στην Αθήνα της εποχής της «Μπελ Επόκ». Για την ώρα, είμαι στη φάση της έρευνας περισσότερο, παρά της συγγραφής. Θα έχουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε γι’ αυτό σε μελλοντικό χρόνο.

Σας ευχαριστούμε πολύ!

Συνεντεύξεις

Περισσοτερα στην κατηγορια Συνεντεύξεις

Copyright © 2015-2016 Clevernews