Η Βίκυ Χασάνδρα γράφει διαρκώς. Σεναριογραφεί και για τον κινηματογράφο, γι’ αυτό κάθε ιστορία της αποδίδεται τόσο παραστατικά, που θα μπορούσε γίνει ταινία. Το πιο πρόσφατο βιβλίο της «η Μαύρη Άσφαλτος» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Bell είναι μια τέτοια ιστορία, μία εν δυνάμει ταινία (περισσότερα για το βιβλίο δείτε εδώ).
Πείτε μας λίγα λόγια για τη «Μαύρη Άσφαλτο».
Η «Μαύρη Άσφαλτος» είναι ένα νουάρ μυθιστόρημα με αγωνία και ανατροπές που διαδραματίζεται στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας, με τις ανθρώπινες σχέσεις να βρίσκονται στην καρδιά του μυστηρίου. Βασικός ήρωας είναι ένας αρκετά ιδιόρρυθμος ιδιωτικός ερευνητής, ο Άλεξ ο οποίος διατηρεί ένα μικρό γραφείο κοντά στην Ομόνοια, στην οδό Ζήνωνος, δεν πίνει, δεν οπλοφορεί, του αρέσει η νυχτερινή περιπλάνηση στους σκοτεινούς δρόμους της πόλης και παράλληλα εργάζεται σε ένα μικρό μπαρ σε έναν παράδρομο της οδού Αιόλου. Μια σειρά φόνων με θύματα γυναίκες οι οποίες βρίσκονται κοντά σε αρχαίους τάφους θα οδηγήσει τον Άλεξ σε μια προσωπική αναμέτρηση με τον διεστραμμένο νου ενός δολοφόνου, σε μια ιστορία για τον έρωτα, τη φιλία, την ενοχή και την αθωότητα. Συμπρωταγωνιστές σε αυτή την ιστορία είναι η Εύη, η φίλη του Άλεξ, σε έναν ιδιότυπο ρόλο μοιραίας γυναίκας και ο Τζόνυ, παιδικός του φίλος, επίσης ντετέκτιβ και ο ίδιος, μια μυστηριώδης φιγούρα που άλλοτε θα φωτίζει και άλλοτε θα βυθίζει στο σκοτάδι την υπόθεση. Η «Μαύρη Άσφαλτος» παρασύρει τον αναγνώστη σε μία αγωνιώδη περιπλάνηση στο κέντρο της πόλης, σε μια Αθήνα γνωστή και άγνωστη ταυτόχρονα, γεμάτη μνήμες, βιώματα αλλά και καλά κρυμμένα μυστικά.
Γιατί επιλέξατε να τοποθετήσετε σκηνές του βιβλίου στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου;
Η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου είναι μία πόλη με μακραίωνη ιστορία, όπως και η Αθήνα, με έντονο το στοιχείο του ελληνισμού από την εποχή των Πτολεμαίων έως τη σύγχρονη ιστορία της. Είναι μια πόλη μνήμης όπου μπορεί κανείς παράλληλα να νιώσει στην ατμόσφαιρα έναν διάχυτο ερωτισμό. Δεν είναι τυχαίο που ο Καβάφης έγραψε τα ποιήματά του σε αυτή την πόλη. Ενώ αν κατέβει κανείς στις κατακόμβες, αν αγγίξει μία σαρκοφάγο ή παρατηρήσει τις τοιχογραφίες με σκηνές από το «Βιβλίο της ζωής» θα νιώσει να καταλύεται η έννοια της γραμμικότητας του χρόνου μέσα από τη φιλοσοφία των αρχαίων Αιγυπτίων για το θάνατο σαν συνέχεια της ζωής. Μαγεμένη λοιπόν από ένα παλαιότερο ταξίδι μου στην Αλεξάνδρεια δεν θα μπορούσα να επιλέξω ιδανικότερο τόπο ως αφετηρία για την ιστορία μου καθώς η πόλη αυτή συνδέεται επίσης με ένα τραυματικό γεγονός στο παρελθόν του βασικού ήρωα. Αν και μπορώ να πω πως η Αλεξάνδρεια διεκδίκησε μόνη της τη θέση της στη γραφή μου από την πρώτη σελίδα του βιβλίου. Η «Μαύρη Άσφαλτος» άλλωστε είναι ένα βιβλίο όπου ο έρωτας, η μνήμη και η υπέρβαση του θανάτου διατηρούν έναν καθοριστικό ρόλο.
Είστε από τη φύση σας χαρακτήρας που συμβιβάζεται ή που επαναστατεί ευκολότερα;
Ξέρετε, ζούμε σε μια εποχή όπου λίγο απέχουμε από το να θεωρούμε ακόμη και στην καθημερινότητά μας βασικές αξίες ως επαναστατική στάση. Έχουμε συνηθίσει τόσο πολύ στην αδικία, στην αγένεια, στο φθόνο που πιάνω τον εαυτό μου κάποιες φορές να εκπλήσσεται όταν συναντάω κάποιον ευγενικό άνθρωπο στο δρόμο ή κάποιον με ωραίους τρόπους. Προσωπικά πάντως αρνούμαι να συμβιβαστώ με κάθε μορφή βίας είτε σαν ιδέα, είτε σαν εικόνα είτε σαν συμπεριφορά. Και στα βιβλία μου άλλωστε αποφεύγω τις υπερβολικά βίαιες εικόνες, την εικόνα του αίματος όπως τη συναντάμε συχνά στο σύγχρονο αστυνομικό. Με ενδιαφέρει περισσότερο το αποτέλεσμα της άσκησης βίας, η απώλεια, η ματαίωση στις ψυχές των ανθρώπων. Τέλος, αρνούμαι να δεχθώ πως ο έρωτας έχει παραμεριστεί από τις ζωές μας. Κάτι που αντανακλάται και στην τέχνη, είτε πρόκειται για λογοτεχνία είτε για κινηματογράφο, όπου λείπει αρκετά συχνά σαν θεματική. Για μένα, ο έρωτας και οι σκοτεινές πλευρές του είναι συχνά η βασική αφορμή για να αφηγηθώ μια ιστορία, όπως συμβαίνει άλλωστε και στη Μαύρη Άσφαλτο. Ίσως λοιπόν όλη αυτή η στάση και η προσωπική ματιά πάνω στους ανθρώπους να μοιάζει ασυμβίβαστη αλλά για μένα είναι απλώς τρόπος ζωής.
Ποιο είναι το αγαπημένο σας βιβλίο;
Υπάρχουν για μένα κάποιοι συγγραφείς που με το έργο τους μου έδειξαν την επιθυμία μου να γράψω για θέματα που με συγκινούν. Μπορώ να αναφερθώ ενδεικτικά στον Ζορζ Σιμενόν και στο Θάνατο της Μπελ, ένα βιβλίο που πραγματεύεται με δεξιοτεχνία το θέμα της ενοχής, ή στο συγγραφικό δίδυμο των Μπουαλό- Ναρσεζάκ που με το Δεσμώτη του Ιλίγγου, όπως ξέρουμε τον τίτλο στα ελληνικά, ή τις Διαβόλισσες με μύησαν στις ιστορίες πλεκτάνης και στο αγαπημένο μου θέμα που δεν είναι άλλο από την ταυτότητα και την εμμονή. Ενώ δεν μπορώ να παραλείψω την Πατρίτσια Χάισμιθ και τον τρόπο με τον οποίο πραγματεύεται τη ροπή του ανθρώπου προς το κακό και τη γοητεία που αυτό ασκεί πάνω του.. Περιορίζομαι σε αυτούς τους κλασικούς συγγραφείς που συνδέονται περισσότερο με την έμπνευση και δεν μένουν απλώς στα όρια της αναγνωστικής απόλαυσης όπου σε αυτή την περίπτωση θα μπορούσα να απαριθμήσω και πολλούς άλλους, επίσης κλασικούς από τη χρυσή εποχή του νουάρ ή και σύγχρονους.
Κατά τη γνώμη σας οι γυναίκες αγαπούν την αστυνομική λογοτεχνία;
Αν ξεκινήσουμε από τη θέση της γυναίκας ως συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας θα οδηγηθούμε αυτόματα μάλλον σε μία θετική απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Αρκεί να αναφερθούμε στην Άννα Κάθριν Γκριν που με την Υπόθεση Λέβενγουορθ, το πρώτο της βιβλίο, έδωσε το 1976 στο αστυνομικό τη μορφή με την οποία το γνωρίζουμε σήμερα, ή στην Άγκαθα Κρίστι που πειραματίστηκε με αφηγηματικά μοτίβα που εμπνέουν μέχρι τις μέρες μας ( Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές, Και δεν έμεινε κανένας κ.ά.). Ενώ ονόματα γυναικών συγγραφέων όπως Μάρτζερι Άλινγχαμ, Ντόροθι Χιουζ, Ντόροθι Σέγιερς, Π.Ντ. Τζέιμς, Πατρίτσια Χάισμιθ έχουν κερδίσει επάξια τη θέση τους στην ιστορία της αστυνομικής λογοτεχνίας. Οι γυναίκες συγγραφείς βλέπουμε να εστιάζουν στην παρατήρηση των εγκληματικών συμπεριφορών, στην ψυχολογία και στην αναζήτηση του αίτιου που οδηγεί στο έγκλημα. Ίσως από τη φύση της αλλά και την κοινωνική της θέση η γυναίκα είναι πιο ευαίσθητος δέκτης και καλύτερος παρατηρητής όχι μόνο των όσων φαίνονται αλλά και των όσων κρύβονται κάτω από την επιφάνεια στις σχέσεις των ανθρώπων και στους ρόλους τους μέσα σε ένα πλαίσιο που μοιάζει υγιές αλλά μάλλον δεν είναι ή είναι πιο σκοτεινό από όσο φαίνεται. Κατά συνέπεια η αστυνομική αφήγηση και το μυστήριο ταιριάζει στη γυναίκα και ως αναγνώστρια. Αν και νομίζω ότι οι γυναίκες διάβαζαν αστυνομικά, ίσως πιο πολλά κλασικά και παλαιότερα, πριν την εμπορική άνθηση του είδους, απλώς στις μέρες μας η ανάγνωση του αστυνομικού έχει πλέον αποενοχοποιηθεί. Γεγονός που οδηγεί όλο και περισσότερες αναγνώστριες στη γνωριμία τους με το είδος.
Ισχύει τελικά «όποιος έχει τα κίνητρα έχει και τους φόνους»;
Τα κίνητρα στην αστυνομική λογοτεχνία αποτελούν τη βάση κάθε ιστορίας. Είναι ίσως ο κύριος λόγος που σκεφτόμαστε και αφηγούμαστε την ιστορία ενός εγκλήματος. Όλη η συγκίνηση μιας ανάγνωσης κορυφώνεται όχι απλώς με την αποκάλυψη του δολοφόνου αλλά με την αποκάλυψη των κινήτρων. Αυτό το γιατί φτάνει κάποιος στο έγκλημα αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, την ουσία και το λόγο για τον οποίον απολαμβάνουμε την ανάγνωση ενός αστυνομικού. Υπάρχουν αστυνομικά, ή ιστορίες νουάρ όπου γνωρίζουμε από την αρχή τον δολοφόνο και ανακαλύπτουμε κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης τους λόγους και τα αίτια που οδήγησαν στο φόνο ή στο έγκλημα. Η συγκεκριμένη φράση από τη Μαύρη Άσφαλτο, που αποτελεί και αγαπημένη μου φράση μάλιστα, συνδέεται περισσότερο με την ενοχή και με την ανακάλυψη της σκοτεινής μας φύσης. Με το τι κρύβουμε από τον ίδιο μας τον εαυτό και με το πόσο ευάλωτοι μπορούμε να γίνουμε μπροστά στην πιθανότητα να διαπράξουμε έναν φόνο και αν τελικά είμαστε ικανοί να κάνουμε ένα έγκλημα ή όχι. Σαν ανάγκη, ή και σαν κάθαρση. Στη Μαύρη Άσφαλτο άλλωστε το δίλημμα ανάμεσα στην ενοχή και στην αθωότητα βασανίζει τους ήρωες. Ένα δίλημμα που μετακυλύεται στον αναγνώστη ο οποίος καλείται να κάνει τη δική του επιλογή.
«Φθείρεται η διαίσθηση; Ξεθωριάζει με το χρόνο»;
Ο Άλεξ, ο ιδιωτικός ερευνητής στη Μαύρη Άσφαλτο διανύει μία περίοδο ματαίωσης και αυτοαμφισβήτησης με αποτέλεσμα να αναρωτιέται σε κάποιο σημείο της έρευνάς του κατά πόσο διαθέτει το βασικό εργαλείο ενός ντετέκτιβ που δεν είναι άλλο από τη διαίσθηση. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο θέτει στον εαυτό του το ανάλογο ερώτημα αμφισβητώντας την ικανότητά του να διαλευκάνει μία συγκεκριμένη υπόθεση. Είναι σαν μία αναφορά στους κορυφαίους ντετέκτιβ της αστυνομικής λογοτεχνίας, όπως ο Σέρλοκ Χολμς, ο Πουαρό ή ακόμη και η ερασιτέχνις αλλά αποτελεσματική Μις Μαρπλ που με τη δική τους διαίσθηση, έναν συνδυασμό δηλαδή παρατήρησης και ευφυών συλλογισμών κατάφεραν σε αντίθεση με εκείνον να ερμηνεύσουν σωστά τα σημεία διαπρέποντας στη λύση περίπλοκων αινιγμάτων. Γενικότερα, θα έλεγα ότι με το χρόνο εμπιστευόμαστε ίσως λιγότερο τη διαίσθησή μας, ίσως από φόβο να εμπιστευτούμε τον ίδιο μας τον εαυτό. Αυτό είναι και το συναίσθημα του Άλεξ. Αν και νέος σε ηλικία, ο χρόνος γι’ αυτόν λειτουργεί αντίστροφα, περισσότερο εις βάρος του παρά υπέρ του.
Ετοιμάζετε νέα δουλειά;
Το επόμενο μυθιστόρημά μου έχει ολοκληρωθεί, διαδραματίζεται μακριά από την Αθήνα και είναι ένα διαφορετικό νουάρ στο φως του ήλιου με έντονο το ψυχολογικό στοιχείο. Περιστρέφεται γύρω από σχέσεις και συναισθήματα όπως η φιλία και ο έρωτας που θα μπορούσαν να ομορφύνουν τις ζωές των ανθρώπων όμως οι φόβοι και τα μυστικά τις βυθίζουν σε μεγαλύτερο σκοτάδι.
Σας ευχαριστούμε πολύ!
Σας ευχαριστώ για την ωραία συνομιλία μας.
Facebook
Twitter
Tumblr
RSS