Κινηματογράφος

«Κόκκινος Ουρανός» (Afire – Roter Himmel)

«Κόκκινος Ουρανός» (Afire – Roter Himmel)

Από τις 23 Νοεμβρίου στους κινηματογράφους

Η One from the Heart παρουσιάζει τη νέα ταινία του Κρίστιαν Πέτζολντ (Christian Petzold) ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ (Afire – Roter Himmel).  Η ταινία  έκανε πρεμιέρα στο Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Βερολίνου όπου απέσπασε την Αργυρή Άρκτο – Μεγάλο Βραβείο Επιτροπής. Στη συνέχεια προβλήθηκε στα Φεστιβάλ Σίδνεϊ,  Φεστιβάλ Λα Ροσέλ,  Φεστιβάλ Εδιμβούργου, ανάμεσα σε άλλα, ενώ κυκλοφόρησε τους προηγούμενους μήνες με επιτυχία στις ΗΠΑ και στη Γαλλία. Στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης λίγο πριν την κυκλοφορία της στις αίθουσες.

Ένα μικρό εξοχικό στη Βαλτική θάλασσα. Οι μέρες είναι ζεστές και δεν έχει βρέξει εδώ και εβδομάδες. Τέσσερις νέοι συναντιούνται, παλιοί και νέοι φίλοι. Τα ξερά δάση που τους περιβάλλουν παίρνουν φωτιά, όπως ανάλογα και τα συναισθήματα τους. Η ευτυχία, η απόλαυση και η ο έρωτας, αλλά ταυτόχρονα η ζήλεια, η πικρία και οι εντάσεις. Πολύ σύντομα οι φλόγες φτάνουν και εκεί.

Ο σπουδαίος Κρίστιαν Πέτζολντ πιο ανάλαφρος από ποτέ, αλλά ταυτόχρονα σταθερά βαθιά ρομαντικός συνεχίζει τον κύκλο των ταινιών που αντλούν την έμπνευση τους από τα στοιχεία της φύσης, αυτή τη φορά βάζοντας στο κέντρο το στοιχείο της φωτιάς, ρεαλιστικά ως μια χειροπιαστή, τρομακτική, οικολογική και όχι μόνο απειλή, αλλά και μεταφορικά ως την αναγεννητική δύναμη του έρωτα που έρχεται να πυρπολήσει δραματικά και για πάντα τη ζωή του πρωταγωνιστή της ταινίας. Την ίδια στιγμή υπογράφει, συχνά αυτοσαρκαστικά, έναν αριστουργηματικό στοχασμό για την αιώνια σύγκρουση της διαχρονικής τέχνης με την τόσο εφήμερη, αλλά αληθινή, ζωή.

Σημείωμα του σκηνοθέτη:

Η ταινία εμπνέεται από τις ταινίες του καλοκαιριού, ένα ξεχωριστό κινηματογραφικό είδος σε αρκετές χώρες. Νέοι άνθρωποι περνούν μαζί το καλοκαίρι. Στο αμερικάνικο σινεμά είναι συχνά η αφορμή για ταινίες τρόμου. Μια άγνωστη περιοχή, ένα σπίτι στο δάσος, και η φρίκη ξεκινά. Στον γαλλικό κινηματογράφο, οι ταινίες καλοκαιριού με νέους αποτελούν συνήθως μια ευκαιρία «συναισθηματικής αγωγής», βρισκόμαστε στην παραλία, οι κοινωνικές τάξεις συναντιούνται και οι νέοι περνούν στην ενήλικη ζωή. Και καθώς στους Γερμανούς αρέσει να ονειρεύονται, θέλησα αυτή η καλοκαιρινή γερμανική ταινία να ξεκινά μέσα στην παράδοση των γερμανικών ρομαντικών ονείρων. Το δάσος, η μουσική, δύο νέοι που ταξιδεύουν με το αυτοκίνητο και χάνονται. Με αυτή την έναρξη τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο ακόμα, εκτός από ένα πράγμα: είναι σινεμά.

Η ιδέα για αυτή την ταινία ήρθε την εποχή του πρώτου λοκντάουν. Τα σχολεία ήταν κλειστά, τα πάρκα, οι παιδικές χαρές, δεν είχαμε το δικαίωμα να δούμε τους φίλους μας. Οι νέοι στερήθηκαν τον ζωτικό τους χώρο. Αναρωτιόμουν γιατί αυτά τα μέτρα άγγιζαν πρωτίστως τα παιδιά και τους νέους. Για ποιο λόγο αυτά τα μέτρα επικεντρώνονταν στη νεότητα, στις απολαύσεις; Εκείνη την εποχή, έβλεπα πολλές γαλλικές και αμερικάνικες καλοκαιρινές ταινίες. Είναι ταινίες που μας δείχνουν πώς γινόμαστε κάποιος μέσα στην ξεχωριστή συνθήκη των διακοπών, όταν δεν μπορούμε να έχουμε τον έλεγχο όλων των πραγμάτων γύρω μας. Αυτοί οι μήνες του καλοκαιριού είναι ένας κόσμος μέσα στον οποίο οι νέοι πρέπει να διαμορφώσουν τον εαυτό τους και να γνωρίσουν τον κόσμο. Είναι συνήθως το τελευταίο καλοκαίρι πριν την ενηλικίωση, το τελευταίο ανέμελο καλοκαίρι. Και ταυτόχρονα, είναι ίσως το τελευταίο καλοκαίρι για όλους γιατί τα δάση καίγονται. Αυτή ήταν η αίσθηση γύρω από τη δημιουργία αυτής της ταινίας.

Ήταν σημαντικό το σπίτι να βρίσκεται στη μέση ενός ξέφωτου. Στο μονοπάτι που οδηγεί εκεί, ο Λέον είναι μόνος μέσα στο δάσος και φοβάται. Και αυτός ο φόβος είναι ο φόβος της εγκατάλειψης. Ο Λέον δουλεύει το δεύτερο μυθιστόρημα του. Δεν ξέρει ποιος είναι και ποιος μπορεί να γίνει. Είναι χαμένος στο δάσος, όπως είναι χαμένος μέσα στον εαυτό του. Και αυτό το σπίτι στη μέση είναι ένα προστατευμένο μέρος, περιτριγυρισμένο από έναν τοίχο από δέντρα. Αργότερα, όταν ο Λέον βλέπει για πρώτη φορά την νεαρή γυναίκα, την «εισβολέα», είναι ολομόναχη και απλώνει σεντόνια. Για εκείνη το ξέφωτο είναι ένας τόπος ελευθερίας και ξεγνοιασιάς. Στην περίπτωση του Λέον που δεν κάνει τίποτα, δεν μαγειρεύει, δεν πάει για μπάνιο, θέλει να δραπετεύσει από τον κόσμο, το ξέφωτο είναι ένα φρούριο.

Για μένα αυτή η ταινία είναι στο βάθος μια ταινία γύρω από την αθωότητα. Αυτά τα παιδάκια που θέλουν παγωτό στρουμφ, η κίνηση στην παραλία, οι άνθρωποι, η θάλασσα και το καλοκαίρι δημιουργούν μια ατμόσφαιρα όπου δύο νέοι προσπαθούν να επικοινωνήσουν με εύθραυστους και αστείους τρόπους. Ο Λέον γίνεται ένα παιδί. Αυτό μάλλον του σώζει τη ζωή: το να ξαναγίνει παιδί. Στην πράξη, η ταινία δεν είναι μια ιστορία όπου κάποιος βρίσκει μια ταυτότητα και γίνεται κάποιος αλλά κάποιος που πρέπει να χάσει κάτι.

Πιστεύω ότι σήμερα όλα είναι εντελώς εξατομικευμένα. Οι δεκαετίες του 60, του 70 και του 80 ήταν ίσως περισσότερο εποχές όπου μπορούσαμε συλλογικά να ξεφύγουμε από την κοινωνική καταπίεση. Αλλά σήμερα, από την ηλικία των 22 ετών πρέπει να ξέρεις ποιος είσαι. Μέσα στα πανεπιστήμια δεν υπάρχει πια πρακτική εξερεύνησης αλλά μόνο θεωρία. Δεν μπορείς να χαραμίζεις τον χρόνο σου, να προσφέρεις τον εαυτό σου, να ξεφεύγεις από την πορεία. Ενώ αυτό κάνουν οι άλλοι τρεις χαρακτήρες. Σπαταλούν τον χρόνο τους και στην πορεία παρασύρουν και τον Χέλμουτ, τον εκδότη. Και υπάρχει μια αίσθηση ουτοπίας εδώ. Και ίσως είναι αυτός ο λόγος που η Νάντια ενδιαφέρεται για τον Λέον. Θα της άρεσε να τον προκαλέσει να γίνει πιο ανοιχτός, πιο σπάταλος με τον χρόνο του, πιο γενναιόδωρος. Γιατί ο έρωτας είναι ακριβώς αυτό: η δυνατότητα να προσφέρουμε τον εαυτό μας.

Κινηματογράφος

Περισσοτερα στην κατηγορια Κινηματογράφος

Copyright © 2015-2016 Clevernews