Συνεντεύξεις

Λουκάς Κονανδρέας: «Αυτό το βιβλίο είναι ένας φόρος τιμής στην Παναγιώτα, αλλά και τον πατέρα μου»

Λουκάς Κονανδρέας: «Αυτό το βιβλίο είναι ένας φόρος τιμής στην Παναγιώτα, αλλά και τον πατέρα μου»

Ο Λουκάς Αθανασίου Κονανδρέας είναι διακεκριμένος γιατρός που γεννήθηκε στο Κουπάκι Φωκίδας και δραστηριοποιείται στο Κονέκτικατ των ΗΠΑ, όπου μέχρι σήμερα διευθύνει ένα ιατρικό κέντρο επειγόντων περιστατικών. Μάλιστα ο δρόμος που μένει έχει πάρει το όνομά του.

Ωστόσο, πρόσφατα ξαναήρθε στο προσκήνιο με την κυκλοφορία του βιβλίου του «Καλύτερα Σκοτωμένη Παρά Χωρισμένη- Αληθινή Ιστορία του Φόνου της Παναγιώτας». Το συγκεκριμένο βιβλίο πραγματεύεται την πραγματική ιστορία της Παναγιώτας Σουλιά, η οποία δολοφονήθηκε στο Κουπάκι Φωκίδας. Η συγκεκριμένη προκαλεί ενδιαφέρον, επειδή πρόκειται για πραγματική ιστορία που έλαβε χώρα το 1953. Εκτός όμως από αυτό, αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα και σημασία ότι αυτή την ιστορία κατέγραψε μέλος της οικογένειας, που έζησε από κοντά όλα τα γεγονότα. Και αυτός δεν είναι άλλος από το Λουκά Αθανασίου Κονανδρέας, ανηψιό της Παναγιώτας (περισσότερα για το βιβλίο δείτε εδώ).

1

Κύριε Κονανδρέα, γιατί αποφασίσατε να γράψετε ένα βιβλίο για αυτή την οικογενειακή σας ιστορία;

Ήταν ένα σημαντικό και τραγικό γεγονός για την οικογένειά μας. Πέρα από το ότι χάσαμε έναν πολύ δικό μας άνθρωπο, στη διαδρομή προς τη δικαιοσύνη κινδύνεψε και η ζωή του πατέρα μου.  Είναι μια ιστορία που στεναχώρησε πάρα πολύ τόσο τον ίδιο και τη μητέρα μου, όσο και όλους μας. Και η οικονομική καταστροφή που έφεραν οι δίκες, έβαλαν φρένο στα όνειρά μας για μόρφωση και μια καλύτερη ζωή.  Αυτό το βιβλίο είναι ένας φόρος τιμής στην Παναγιώτα, αλλά και τον πατέρα μου.

Επίσης, πάντα νόμιζα και εξακολουθώ να πιστεύω ότι το βιβλίο μου θα είναι ένας… φάρος για τους δικούς μου απογόνους που θα δείχνει τον δρόμο προς το δίκαιο, την περηφάνεια, την τόλμη. Θα αποτελέσει, ακόμη, ένα «εμπόδιο» από το να εκτραπούν στη ζωή τους. Θα έχουν ένα καλό σημείο αναφοράς, ένα παράδειγμα προς μίμηση.

Τέλος, πιστεύω ότι αυτή η ιστορία είναι μια ιστορία ζωής που μπορεί να διδάξει ακόμη και ανθρώπους που δεν έχουν καμία εμπλοκή με τους πρωταγωνιστές. Εγώ τουλάχιστον μελετώντας και αναλύοντας τις ενέργειες και την ιδιοσυγκρασία των χαρακτήρων, διδάχτηκα πολλά.

Πόσο εύκολο ήταν να συλλέξετε τα επίσημα στοιχεία και έγγραφα, όπως τα πρακτικά της δίκης που έλαβε χώρα πριν περίπου μισό αιώνα;

Καθόλου εύκολο. Τα κατάφερα επειδή το πήρα πολύ ζεστά, με πείσμα σχεδόν αντίστοιχο της Παναγιώτας και του Θανάση, του πατέρα μου. Όλες οι υπηρεσίες και οι νομικοί που ρώτησα με συμβούλευαν χαρακτηριστικά: «Μη χάνεις τον καιρό σου, δεν πρόκειται να βρεις αυτά τα στοιχεία έπειτα από τόσα χρόνια». Όμως εγώ δεν τα παράτησα. Τελικά, τα πρακτικά από τις δίκες έτυχε να υπάρχουν, γιατί οι αρμόδιες υπηρεσίες εκπαίδευσης νέων αστυνομικών τα χρησιμοποιούν στο πλαίσιο της εκπαίδευσης, εξετάζοντας τα λάθη και τις παραλείψεις που έκαναν τότε οι αστυνομικοί και μελετώντας παράλληλα το πώς χειρίστηκαν τα στοιχεία οι δικαστικοί μέχρι να φτάσει η υπόθεση στο δικαστήριο.

Όσο για το υλικό από το αρχείο των εφημερίδων, αυτό ήταν εύκολο να το συλλέξω, αν και με… τσουχτερό αντίτιμο. Η αλήθεια είναι ότι οι συνεντεύξεις είχαν την περισσότερη δουλειά, γιατί έπρεπε να ταξιδεύω από την Αμερική στην Ελλάδα, να κάνω αμέτρητα τηλεφωνήματα, να προετοιμάζομαι κάθε φορά για το πώς θα προσεγγίσω τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, ώστε να αισθανθεί άνετα και να μου μιλήσει, τί ερωτήσεις θα του κάνω κ.ο.κ.

Ήσασταν μόλις 8 χρονών όταν δολοφονήθηκε η Παναγιώτα. Ποια είναι εκείνη η σκηνή από εκείνες τις ημέρες που δε θα ξεχάσετε ποτέ; Στο βιβλίο αναφέρετε τη δυσοσμία της σωρού της Παναγιώτας, λίγο πριν την ταφή.

Πιο έντονη σκηνή ακόμη και από αυτή που αναφέρατε, ήταν εκείνη η μιάμιση ώρα φόβου, όπου τα τρία αδέρφια, ήμασταν καθισμένα σ’ ένα μονό κρεβάτι μέσα στο σκοτάδι τρέμοντας και περιμένοντας τους δικούς μας να γυρίσουν από την αυλή του Γκούμα, όπου δολοφονήθηκε η Παναγιώτα.

Σε πείσμα όλων ο πατέρας σας αγωνίστηκε μέχρι τέλους για να καταδικαστούν οι κατηγορούμενοι. Πώς ένιωσε όταν δικαιώθηκε; Πώς πιστεύετε πως θα αντιδρούσε αν δεν γινόταν το δεύτερο δικαστήριο και ίσχυε η πρώτη αθωωτική απόφαση του δικαστηρίου Αθηνών;

Αν και ήταν πολύ περήφανος για το αποτέλεσμα, ωστόσο υπήρχαν προβλήματα που έπρεπε άμεσα να διευθετήσει. Επιστρέφοντας από τη Χαλκίδα, μετά τη δεύτερη δίκη, ήταν ανακουφισμένος αλλά και δέκα κιλά πιο αδύνατος. Χρειάστηκε να δανειστεί χρήματα από κάποιους συγχωριανούς του, κάτι που δεν είχε κάνει ποτέ. Εκείνο που ήταν φανερό, ήταν ο τρόπος με τον οποίο τον έβλεπε ο κόσμος: Με μεγαλύτερο σεβασμό. Το αντιλαμβανόταν αυτό και του άρεσε, ειδικά όταν εισέπραττε θαυμασμό και εκτίμηση από μορφωμένους και καταξιωμένους ανθρώπους. Και αυτό γινόταν πολύ συχνά.

Τώρα σχετικά με το ενδεχόμενο να μην γινόταν το δεύτερο δικαστήριο και να ίσχυε η πρώτη αθωωτική απόφαση: Ο πατέρας μου δεν θα μπορούσε ποτέ να συμβιβαστεί με κάτι τέτοιο. Αυτός που κρατούσε τον Νίτσο από την αρχή σε απόσταση και δεν δίστασε να τον διώξει από την κοινή τους επιχείρηση όταν ο δεύτερος επιτίθετο στους συγχωριανούς του κρατώντας για λογαριασμό του ένα μέρος της Αμερικανικής Βοήθειας, δεν θα άντεχε με τίποτα. Να επέστρεφε ο Νίτσος στο Κουπάκι ελεύθερος, αυθάδης, ασεβής, προκλητικός, να ξεκινούσε τους θεατρινισμούς του, ενώ είχε σκοτώσει την Παναγιώτα; Θα τον τουφέκιζε ο πατέρας μου! Δεν γινόταν να συνυπάρξουν στο ίδιο χωριό. Αφού ακόμη και όταν αποφυλακίστηκε ο Νίτσος έκανε τα γνωστά του αστεία και μιλούσε προκλητικά και με ασέβεια για τον πατέρα μου. Μπορεί, λοιπόν, εύκολα να φανταστεί κανείς τι θα έκανε όντας αθώος και ελεύθερος… Έπειτα, κάτι που δεν είναι γνωστό: Σε μια πιθανή μονομαχία ή- μάλλον για οπλομαχία θα έπρεπε να μιλά κανείς, ο Θανάσης θεωρούσε ότι θα έβρισκε μπροστά του σίγουρα τον Καραΐσκο, τον φίλο του Νίτσου που σκότωσε την Παναγιώτα. Εκείνος ήταν απίστευτα ψυχρός. Ήταν στυγνός Εκτελεστής και πολύ επικίνδυνος.

 Πόσο επηρέασε τη ζωή του μικρού χωριού σας ένα τέτοιο γεγονός;

Το δίχασε. Και αυτό το έβλεπες παντού: Στην εκκλησία, όπου ο ιερέας βρέθηκε στο πλευρό του πατέρα μου, με αποτέλεσμα να δεχτεί πολλές κατηγορίες από τους αντιπάλους. Στο σχολείο υπήρχαν διαφωνίες ανάμεσα στα παιδιά. Το ίδιο και στο καφενείο, όπου πήγαιναν οι άνδρες ή στην βρύση που πήγαιναν οι γυναίκες. Στις επισκέψεις από σπίτι σε σπίτι, στα πολιτικά, όπου κάθε παράταξη επιχειρούσε να βγάλει τα άπλυτα της άλλης στη φόρα… Επίσης, χάθηκε το αίσθημα της ασφάλειας. Μετά το φονικό, επικράτησε ο φόβος, ο οποίος γρήγορα μεταλλάχθηκε στην χειρότερη εκδοχή του: Στη δίψα για εκδίκηση ή την επιθυμία να βγει κάποιος από τη μέση, όπως ο πατέρας μου, για να είναι πιο… εύκολο το έργο της δικαιοσύνης.

Παραδέχτηκαν οι καταδικασθέντες όσο ήταν εν ζωή ότι διέπραξαν το φόνο της Παναγιώτας;

Όχι, ποτέ. Σε αντίθεση με τους δικούς τους, πολλοί εκ των οποίων πήγαν ως μάρτυρες υπεράσπισης στο δικαστήριο. Αυτοί αργότερα το παραδέχτηκαν και τους έτρωγαν οι τύψεις που ψευδομαρτύρησαν. Από την άλλη, ο Νίτσος μόλις βγήκε από τη φυλακή έκανε ακόμη και… εκστρατεία, παρουσιάζοντας σαθρά επιχειρήματα και… σενάρια που κλόνισαν μερικούς «αγαθούς» ή νεότερους που δεν γνώριζαν τα γεγονότα. Ακόμη όμως και αυτοί, όταν το συζήτησαν με άλλους, σύντομα κατάλαβαν. Και εκεί κάπου σταμάτησαν οι προσπάθειες του Νίτσου… Ο Καραΐσκος δεν μίλησε ποτέ και σε κανέναν, από όσο ξέρω.

Είχατε συναντηθεί μετά από την αποφυλάκισή του με το θείο σας Γιώργο Νίτσο;

Θείος; Με ενοχλεί αυτή η λέξη όταν μιλάμε για το Νίτσο, ακόμη και αν αυτή είναι η συγγένειά μας… Όχι, δεν του μίλησα ποτέ. Τον είδα από μακριά μια, δυο φορές. Συνήθως συνέβαινε το εξής: Όταν ο ίδιος μας έβλεπε στην αγορά κρυβόταν πίσω από άλλους και έφευγε με την πρώτη ευκαιρία.

 Αληθεύει πως υπάρχει στο Στάμφορντ οδός με το όνομά σας;

Ναι.

Ευχαριστούμε πολύ.

 

Περισσοτερα στην κατηγορια Συνεντεύξεις

Copyright © 2015-2016 Clevernews