Με πάντοτε προσεγμένες και αξιόλογες δουλειές, η Κατερίνα Γιαμαλή αυτή τη φορά μας συστήνεται ως Lola Blau για τέσσερις μόνο παραστάσεις στην Κεντρική Σκηνή του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης (περισσότερα για την παράσταση δείτε εδώ).
Κυρία Γιαμαλή, πώς νιώσατε όταν πρωτοδιαβάσατε το κείμενο, αλλά και όταν το ερμηνεύσατε για πρώτη φορά;
Το έργο μου το σύστησε ένας συνάδελφος κι αγαπημένος φίλος που με γνωρίζει καλά ως ηθοποιό, ξέρει τα ενδιαφέροντα και τις αγωνίες μου και του έχω μεγάλη εμπιστοσύνη. Λόγω της φύσης του, επειδή στο μεγαλύτερο του μέρος αποτελείται από τραγούδια και παρεμβάλλονται ελάχιστα κείμενα το διάβασα αποσπασματικά. Γνώριζα τί διαπραγματεύεται και δεν άργησα να καταλάβω την ιδιαιτερότητά του, η οποία με δελέασε. Ο ενθουσιασμός μου όμως ήρθε, όταν άκουσα τα τραγούδια και το περιεχόμενό τους. Λάτρεψα τον Kreisler και απέκτησα όλα του τα έργα. Αποφάσισα να μοιραστώ τη βαθιά συγκίνηση που μου προκάλεσε ο σπουδαίος αυτός ερμηνευτής και δημιουργός με το κοινό -που τον γνωρίζει ελάχιστα- παρά τις δυσκολίες που διέβλεπα ότι θα είχε αυτό το εγχείρημα. Όταν ξεκίνησα πρόβες με τον θαυμάσιο πιανίστα Τάσο Σπηλιωτόπουλο, που μου εξασφάλισε ο σκηνοθέτης μου Michael Seibel, ήταν σαν να είχε γραφτεί “στα μέτρα μου”. Δεν μετατόνισα το παραμικρό. Απόλαυσα την κάθε πρόβα και δούλεψα σκληρά με απόλυτη αφοσίωση. Την πρεμιέρα θέλεις να την ξεχάσεις, γιατί οι ειδήμονες έρχονται να κρίνουν κι όχι να απολαύσουν. Από κει και πέρα αρχίζει η “θεία κοινωνία” με το κοινό.
Έχετε κάνει μαζί με την Κοραλία Σωτηριάδου την απόδοση των στίχων στα ελληνικά. Πόσο δύσκολο ήταν αυτό;
Βουνό, που βήμα-βήμα φάνταζε απροσπέλαστο. Όταν πρωτοδιάβασα το έργο απευθύνθηκα αμέσως στην Κοραλία που είναι σπουδαία στη δουλειά της και ανέλαβε κατ’ αρχήν τα κείμενα. Έτσι ξεκίνησα εγώ την απόδοση των στίχων με την καθοριστική συμβολή της Ρηνιώς Κυριαζή που μας παραχώρησε γενναιόδωρα το υλικό της, από την παράσταση που είχε κάνει με τον τίτλο “H ξένη” , βασισμένη στο έργο “Απόψε: Λόλα Μπλάου” σε σκηνοθεσία της Μίρκας Γεμεντζάκη, με τη Ρηνιώ στον ομώνυμο ρόλο και σε απόδοση στίχων της ίδιας.
Ο σκηνοθέτης μας ήθελε όσο το δυνατόν πιστή μετάφραση και σαφώς είχε δίκιο, γιατί δε θέλαμε να χαθεί ούτε η καυστική ειρωνεία αλλά ούτε και το σαρδόνιο πνεύμα του Kreisler. Το να καταφέρει κανείς να χωρέσει σε συγκεκριμένες μελωδίες που έχουν γραφτεί για τη γερμανική γλώσσα τα ίδια νοήματα στα ελληνικά, διατηρώντας τη ρίμα και τα λεκτικά παιγνίδια είναι κάτι σαν σταυρόλεξο για εξαιρετικά δυνατούς λύτες. Μετά το πρώτο χέρι μαζί με την Κοραλία χτενίσαμε κυριολεκτικά τους στίχους και έχουμε ένα αποτέλεσμα για το οποίο-τολμώ να πω- είμαστε περήφανες.
Το “Απόψε: Λόλα Μπλάου” ως μιούζικαλ απαιτεί κίνηση, χορό, τραγούδι και σεις καλείστε να γεμίσετε τη σκηνή μόνη σας, σε ένα έργο που απεικονίζει τη σκληρή πλευρά της πραγματικότητας. Υποδύεστε μια Εβραιοπούλα που θέλει να γίνει ηθοποιός το 1938, όταν το Γ΄Ράιχ ανθούσε. Πόσο αντιφατικά συναισθήματα σας γεννιούνται επί σκηνής;
Οι απαιτήσεις του έργου που όπως πολύ εύστοχα επισημάνατε είναι απεριόριστες, καθώς και οι ταχύτατες μεταβάσεις από τη μία φάση ζωής της ηρωίδας στην άλλη, προϋποθέτουν τέτοια συγκέντρωση που δεν προλαβαίνω να έχω δικά μου προσωπικά συναισθήματα, πέραν του ρόλου. Ευτυχώς γιατί θα μ’ έπιανε πανικός.
Έτσι κι αλλιώς η Λόλα Μπλάου είναι έρμαιο των γεγονότων. Μέσα από τα τραγούδια εκφράζονται οι σκέψεις, τα συναισθήματά και τα σκαμπανεβάσματα της ζωής της. Έχουν φροντίσει γι αυτό ο συνθέτης και ο σκηνοθέτης. Εγώ είμαι φορέας όλων αυτών, μαζί με τον πιανίστα και τους ηθοποιούς που ηχητικά με συντροφεύουν και έτσι δεν νιώθω καθόλου ότι είμαι μόνη.
Πώς ανταποκρίνεται το κοινό στο πολιτικό θέατρο σήμερα;
Φαίνεται ότι το κοινό έχει κουραστεί πια τόσο πολύ από το “πολιτικό θέατρο” που συντελείται εκτός σκηνής, στη Βουλή, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης κ.λ.π, που προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει την έννοια του καλού ή κακού θεάτρου. Η τέχνη είναι πάντα καταφύγιο σους δύσκολους καιρούς.
Ο Kreisler διαλέγει έναν αριστοτεχνικό τρόπο να θίξει διαχρονικά θέματα πολιτικού και κοινωνικού περιεχομένου καταφέρνοντας να ασκήσει τη δηκτική και κριτική αντιπαράθεσή του με τη γενέτειρά του -την Αυστρία- και παράλληλα μέσω της ψυχαγωγίας να βάλει το κοινό να αναρωτηθεί για το μερίδιο της δικής του ευθύνης.
Είναι εξοικειωμένο το ελληνικό κοινό με το μιούζικαλ;
Οι νεότερες γενιές είναι πιο εξοικειωμένες και πιο ανοιχτές.
Οι παλαιότερες έχουν ποικίλες και αντιφατικές αντιδράσεις. Από αμηχανία έως βαθιά συγκίνηση.
Έχετε κάνει αναρίθμητα πράγματα και πάντοτε προσεγμένες και ποιοτικές δουλειές. Έχετε παίξει σε κάτι το οποίο δε σας ενθουσίασε εξαρχής;
Στην αρχή είμαι πάντα θετική.
Βεβαίως κάποιες φορές έχω απογοητευτεί από το αποτέλεσμα γιατί είχα άλλες προσδοκίες.
‘Οταν ήσασταν μικρή, τι θέλατε να γίνετε όταν μεγαλώσετε;
Έλεγα, ότι θέλω να γίνω αστροφυσικός! Το μόνο που κατάφερα είναι να κοιτώ καμιά φορά τα αστέρια…
Αλλάζει τελικά αυτός ο κόσμος;
Αυτό που χρειάζεται να αλλάξει σ’ αυτόν τον κόσμο είμαστε εμείς.
Ίσως αν δεν κρίναμε συνέχεια τους άλλους…
Αν κάναμε στροφή στα ουσιαστικά της ζωής κι όχι στην επίδειξη.
Αν αποκτούσαμε κοινωνική συνείδηση. Αν προσπαθούσε ο καθένας να φέρνει τον εαυτό του στη θέση του άλλου. Αν ξαναβάζαμε στο λεξιλόγιο μας τη λέξη “σπλαχνικός”.
Δεν ξέρω. Δε θέλω να κάνω κήρυγμα.
Πιστεύω όμως ότι είναι στο χέρι μας.
Εμείς δημιουργούμε τον εαυτό μας κατά διάρκεια της ζωής μας με τις
επιλογές μας.
Ονειρευόμαστε γιατί ελπίζουμε και ελπίζουμε γιατί ονειρευόμαστε!
Τα μελλοντικά σας σχέδια;
Ελπίζω να έχω δύναμη, υπομονή και αντοχή να μην κάνω εκπτώσεις στις καλλιτεχνικές επιλογές μου και να συνεργαστώ με ανθρώπους που πιστεύω, εκτιμώ και μπορώ να εμπιστευτώ, ώστε να μπορώ να δώσω τον καλύτερο μου εαυτό. Τα πράγματα είναι δύσκολα στο χώρο μας, γι αυτό προσπαθώ να έχω ρεαλιστικές προσδοκίες.
Ευχαριστούμε πολύ!
Facebook
Twitter
Tumblr
RSS