
Πού σταματάει η αλήθεια και από πού αρχίζει ο μύθος; Αν νομίζετε ότι έχετε σαφή απάντηση σε αυτήν την ερώτηση, τότε σίγουρα δεν έχετε διαβάσει τις «Οι Ιστορίες της ερευνήτριας Νίνας» της Μαρίας Σεβαστιάδου που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Κέδρος (περισσότερα δείτε εδώ).
Κυρία Σεβαστιάδου, πείτε μας λίγα λόγια για τις Ιστορίες της ερευνήτριας Νίνας Σίγμα.
Οι ιστορίες ξεπήδησαν από μια προσωπική ανάγκη έκφρασης που συν τω χρόνω γινόταν όλο και πιο έντονη. Έφτασε να γίνει επιτακτική για να συναποφασίσουμε να «εκτεθούμε» από κοινού με τις ιστορίες μου σε άγνωρα μονοπάτια. Η χρήση του πληθυντικού δεν είναι παρολίσθημα της γλώσσας, καθώς έτσι τις αντιμετωπίζω: σαν ζωντανό οργανισμό. Πέρασε καιρός ώσπου να γίνει πράξη η επιθυμία να σκαρφαλώσουμε από την ασφαλή μήτρα της έμπνευσης στον άγνωστο κόσμο της πράξης. Το διάστημα που μεσολάβησε, οι ζυμώσεις άρχισαν να σκαρώνουν κάτι που έπαιρνε λίγο λίγο μορφή. Αισθάνομαι πως τα διηγήματα ήταν μια σπερματική οντότητα η οποία δε βιάστηκε να δει το φως της ζωής. Μπόλιαζε και επώαζε σιγά σιγά τη δύναμή της, και όταν βεβαιώθηκε ότι έθρεψε τον απαραίτητο χρόνο, εμφύσησε ζωή στα λόγια που θα την έφερναν στο φως. Έτσι, μόλις και οι δύο πλευρές νιώσαμε έτοιμες να μας αφηγηθούμε, μπήκαμε σε μια βαλίτσα, με τη φρέσκια ζωή που σπαρταρούσε από λαχτάρα να μιλήσει, και ξεκινήσαμε το ταξίδι μας για να βρούμε φιλόξενο αποδέκτη. Για καλή μας τύχη, η περιπλάνηση των διηγημάτων περιορίστηκε στις σελίδες του βιβλίου. Τα αποθέσαμε στην υποδεκτική αγκαλιά των Εκδόσεων Κέδρος, που αντιμετώπισαν την αγωνία τους με ανόθευτη τρυφερότητα και οργάνωσαν το ταξίδι που αυτά επιθυμούσαν, με όλες τις απαραίτητες επιμέρους στάσεις για μικρές ανάπαυλες.
Πόσο καιρό διήρκεσε η συγγραφή;
Δεν μπορώ να ανακαλέσω πότε έγινε η αρχή. Νιώθω πολλές φορές πως τα διηγήματα αναδύθηκαν ακέραια, εξαπατώντας τη δυναστεία του χρόνου. Ωστόσο οι ιστορίες έχουν μακρά… ιστορία. Κάποιες από αυτές χειρόγραφες και πολυκαιρισμένες, σχεδόν ξέθωρες, με ξεφτισμένες άκρες και διψαλέες, λειψές αράδες, παραχωμένες σε ξεχασμένα μασίφ συρτάρια από μαντέμι και σχεδόν παρα(ι)τημένες, επαιτούσαν παθητικά τη συμμετοχή τους, ενώ άλλες, δακτυλογραφημένες και ανάλαμπες στην οθόνη του υπολογιστή, νεοφώτιστες και πιο ναζιάρες, ροδαλές και φρεσκοπλασμένες, υποστήριζαν με δυναμισμό και μαχητική διάθεση την προθυμία τους να συμπεριληφθούν στο ταξίδι. Έτσι, το υλικό είναι μάλλον άχρονο, καθώς η «μαγιά» κάποιων διηγημάτων προϋπήρχε, αλλά, στο αγωνιστικό πλάι των συνονόματών τους νεότερων ιστοριών, κεντήθηκαν και αυτές πάλι από την αρχή, θρονιασμένες σε μια διάθεση να ανταμωθούμε και να συστηθούμε ξανά, βλέποντας τον κόσμο στον οποίο ανοίγουν τις σελίδες τους με νέο μάτι. Οι ιστορίες λοιπόν ήταν μια ανάγκη που τη συντρόφευε ο χρόνος –κάτι σαν την Αδράστεια της μυθολογίας–, η οποία απόθεσε μέσα μου ανταριασμένη την πίστη της ότι είχε έρθει η ώρα του τοκετού. Πέρασε καιρός ώσπου να αρθρώσει λόγο και να υψώσει ανάστημα. Δε βιάστηκε να δει το φως της ζωής. Ζυμωνόταν και σκάρωνε τεθλασμένες γραμμές ώσπου να φτάσει να γίνει πιεστική. Και τότε, οι ιστορίες βούτηξαν στο χαρτί σχεδόν αυτόκλητες, έτοιμες να ρουφήξουν φως και να τεντώσουν τα μέλη τους νωχελικά μπροστά σε νέα μάτια.
Ποια είναι η Νίνα Σίγμα;
Η Νίνα Σίγμα ήταν μια σκέψη που ξεπήδησε δειλά μέσα από τις ίδιες τις σελίδες του βιβλίου όταν αυτό άρχισε να σιγομουρμουρίζει ότι, λίγες φτυαριές λέξεις ακόμα, και θα ήταν έτοιμο. Κάθε ιστορία συνοδευόταν ήδη από ένα εισαγωγικό και ένα επιλογικό σημείωμα «της ερευνήτριας», η οποία δήλωνε το δυναμικό παρών, αλλά δεν είχε απτή παρουσία. Έτσι, με τη «σύμφωνη γνώμη» των ιστοριών, ήταν πλέον καιρός να ντύσουμε τη φωνή πίσω από την ακεραιότητα των δηλώσεων με ένα όνομα, κάπως σύννομο με την ποιότητά της. Το «Νίνα» ήρθε λοιπόν αγόγγυστα ως συντομευτικό του «Μανίνα», του σχεδόν σύμφυτου με το βαφτιστικό μου χαϊδευτικού στο οποίο άκουγα από μικρή, κατά τι τροποποιημένο από την προσφιλή προσφώνηση του αγαπημένου μπαμπά μου, που συνήθιζε να με αποκαλεί «Νίνι». Το «Σίγμα», μετά από αυτό, ήταν σχετικά εύκολη υπόθεση, τα εύσημα για το οποίο κερδίζει δικαιωματικά το αρχικό γράμμα του επωνύμου μου. Πίσω όμως από την επιλογή του «Νίνα Σίγμα», ουσιαστικά κρεμόταν χαρμόσυνη η επιθυμία να στολίζουν το βιβλίο, σαν μια ευχή από τον Παράδεισο, τα αρχικά του μπαμπά μου: Νίκος Σεβαστιάδης.
Πώς είναι άραγε να είσαι «πέτρα ανάμεσα σε πολύχρωμα και ολάνθιστα λουλούδια»;
Θα έλεγα πως είναι κάτι ανάλογο με μια όαση στην έρημο. Κάπως έτσι το φαντάζομαι. Σαν δροσερές σταλίδες σε μια χέρσα γη. Είναι η επιτομή της αντίθεσης: από τη μια η παγερότητα του στεγνού, του άκαμπτου και άγονου και από την άλλη το θάλπος της ευπλαστότητας, της ζωής, της κίνησης.
Τι σας δίνει μεγαλύτερη ικανοποίηση, να δίνετε ή να λαμβάνετε;
Μου αρέσει να προσφέρω. Νιώθω πως, έτσι, μετέχω σε μια συμπαντική λειτουργία που γαλβανίζει την ευρυθμία. Ωστόσο αυτό συντηρεί μια ψευδαίσθηση ανιδιοτέλειας που χαϊδεύει τον ναρκισσισμό μας, καθώς δεν υπάρχει προσφορά αν-οπισθόβουλη. Οι άνθρωποι είμαστε έτσι πλασμένοι ώστε να εισπράττουμε ικανοποίηση μέσα από την προσφορά. Έχω την πεποίθηση πως, ενώ κλίνω προς το «δούναι», το «λαβείν» είναι το παραπληρωματικό του αντέρεισμα σε μια κυκλοτερή ισορροπία.
Ποια είναι η αγαπημένη σας ιστορία/παραμύθι των παιδικών σας χρόνων;
Ενώ θα μπορούσα να σκεφτώ διάφορες ιστορίες που χάιδεψαν τα παιδικά αυτιά μου και μάλαξαν την ψυχή μου, νιώθω να κραυγάζει μέσα μου την υποψηφιότητά του ο Μικρός Πρίγκιπας, του Αντουάν ντε Σεντ-Εξιπερί. Η δύναμη της ιστορίας εκείνου του ιδιαίτερου παιδιού που έφτασε στη Γη από άλλον πλανήτη είναι ένα μαγικό και διαχρονικό παραμύθι που γράφτηκε για μικρούς, αλλά αγαπήθηκε και από μεγάλους. Τα συναισθήματα που ξεπήδησαν μέσα μου, πλέοντας από την ακαταμάχητη δύναμη της φαντασίας και τη μοναξιά, ως τη φιλία, τον έρωτα, την απώλεια και την απρόβλεπτη, αμφίλογη ανθρώπινη φύση, γέννησαν την ανάγκη να γράψω ιστορίες με πιο ευρεία απεύθυνση, που θα μπορούσαν να διαχύσουν τα μηνύματά τους σε ποικίλες ανισήλικες ψυχές.
Ποιος είναι για εσάς ο ιδανικός προορισμός να ζείτε;
Οι χώρες της φαντασίας μου, αυτοί οι άπειροι προορισμοί με τα άγρια και ήμερα μυστικά τους, τα ένστικτα, τα πνευματικά μονοπάτια, τα βάθη τους, τις ψυχικές τους διαδρομές με τις ιδιοσυγκρασίες, τον πλουραλισμό και τα ελλείμματα των εγκατοίκων τους. Κάθε άλλος τόπος που φέρνω στο μυαλό μου είναι ατελέσφορα πεπερασμένος.
Ετοιμάζετε νέο βιβλίο;
Η απόλαυση της χαράς για τις νεοφώτιστες ιστορίες μου, που ενηλικιώθηκαν και βγήκαν άδολα σεργιάνι στον κόσμο, έφερε στον δρόμο μου μια συνεργασία-έκπληξη. Αυτή οδήγησε στην έκδοση στα αγγλικά ενός «νεότερου» βιβλίου με διηγήματα, το οποίο διατίθεται σε γνωστή διεθνή πλατφόρμα και ευελπιστώ σύντομα να… αναβαπτιστεί στα ελληνικά. Από την άλλη, η αγάπη μου για την ποίηση κάνει συχνά πυκνά την εμφάνισή της σε έναν αμιλλητήριο διαγκωνισμό με την πρόζα, πυκνώνοντας τα νοήματα και στοιχίζοντας σε στίχους άλλοτε κελαρυστά παραμύθια με ρίμες και άλλοτε ορμητικά ποτάμια ελεύθερου στίχου, λέξεις αποταμιευμένες και αυτές, που εφορμούν από τις δικές τους ντάπιες. Τα συγγραφικά δαιμόνια είναι ατίθασα και αεικίνητα, μονίμως σε μια ενεργητική διάδραση με την ανικανοποίηση. Δουλεύουν υπερωρίες ακόμη και όταν εγώ πιστεύω ότι αποσύρομαι και ξύνουν ήδη με το νύχι τα μολύβια μου, παρατάσσοντάς τα έτοιμα για λογογραφικούς αγώνες και φρέσκιες δυνατότητες.
Ευχαριστούμε πολύ!
Facebook
Twitter
Tumblr
RSS